Tα εθνικά εκπαιδευτικά συστήματα γίνονται όλο και πιο περιεκτικά και αποτελεσματικά, ωστόσο, το μορφωτικό επίπεδο των σπουδαστών εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το κοινωνικοοικονομικό τους υπόβαθρο, σύμφωνα με την έκθεση για την εκπαίδευση και την κατάρτιση στην ΕΕ, που δημοσίευσε σήμερα η Κομισιόν.
Συγκεκριμένα, η Κομισιόν καταδεικνύει με τη φετινή έκθεση ότι ενώ τα κράτη μέλη σημειώνουν πρόοδο προς την πλειονότητα των βασικών στόχων της ΕΕ για τη μεταρρύθμιση και τον εκσυγχρονισμό της εκπαίδευσης, απαιτούνται περισσότερες προσπάθειες για την επίτευξη ισότητας στην εκπαίδευση.
Σε ό,τι αφορά την Κύπρο η έκθεση αναφέρει τα εξής:
– Το μερίδιο των χαμηλών επιδόσεων σε βασικές δεξιότητες μεταξύ των ατόμων ηλικίας 15 ετών είναι συγκριτικά υψηλό. Η Κύπρος κατέχει την τελευταία θέση στην ΕΕ στις επιστήμες και τα μαθηματικά. Το χάσμα μεταξύ των φύλων στην ανάγνωση είναι το υψηλότερο στην ΕΕ.
– Η συμμετοχή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση είναι μία από τις υψηλότερες στην ΕΕ, αλλά τα επίπεδα απασχόλησης των τριτογενών αποφοίτων είναι κάτω του μέσου όρου, ενώ το μερίδιο που εργάζεται σε θέσεις μη μεταπτυχιακού επιπέδου είναι το υψηλότερο στην ΕΕ.
– Παρά τα βελτιωμένα επίπεδα απασχόλησης μεταξύ των αποφοίτων της επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης (73,3% το 2016 έναντι 62,1% το 2013), τα μέτρα για τη βελτίωση της ελκυστικότητας της επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης πρέπει να αποφέρουν καρπούς ή να στραφούν σε πολύ χαμηλά επίπεδα συμμετοχής.
– Ο εκσυγχρονισμός της σχολικής εκπαίδευσης έχει προχωρήσει στους τομείς της συνεχιζόμενης επαγγελματικής εξέλιξης και του διορισμού των εκπαιδευτικών, αλλά καθυστερεί για την αξιολόγηση του σχολείου και των εκπαιδευτικών.
– Η πρόωρη εγκατάλειψη του σχολείου και η χαμηλή απόδοση των φοιτητών αντιμετωπίζονται μέσω ειδικών μέτρων στήριξης στα σχολεία.
Στην Κύπρο το 2013 το 9,1% των μαθητών εγκατέλειπε πρόωρα το σχολείο και το ποσοστό αυτό μειώθηκε σε 7,7% το 2016. Τα ποσοστά στην ΕΕ ήταν 11,9% και 10,7% αντίστοιχα.
Σε ό,τι αφορά το σύνολο της ΕΕ, η έκθεση αναφέρει ότι η συμμετοχή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση ανέβηκε από το 47,8% το 2013 στο 53,4% το 2016 (μ.ο. ΕΕ 37,1% και 39,1%).
Το 32,8% των μαθητών αποτύγχαναν στην ανάγνωση το 2013 και το ποσοστό αυτό αυξήθηκε σε 35,6% το 2016. Το 42,6% είχαν χαμηλές επιδόσεις στα μαθηματικά το 2013 και το ποσοστό αυξήθηκε σε 42,6% για το 2016. Αντίστοιχα το 38% είχε χαμηλές επιδόσεις στις επιστήμες (φυσική – χημεία) το 2013 και το 2016 το ποσοστό αυτό έφτασε το 42,1%. (τα ποσοστά στην ΕΕ είναι 19,7% 22,2% και 20,6 αντίστοιχα).
Τέλος μόνο το 6,9% των ενηλίκων συμμετέχει στη δια βίου μάθηση το 2016 (από 7,2% το 2013 και τον μ.ο. της ΕΕ να αγγίζει το 10,8%).
Σύμφωνα με την έκθεση, τα άτομα που έχουν μόνο βασική εκπαίδευση έχουν σχεδόν τριπλάσια πιθανότητα να ζουν σε συνθήκες φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού από εκείνους με τριτοβάθμια εκπαίδευση, ενώ το 2016 απασχολούνταν μόνο το 44% των νέων ηλικίας 18-24 ετών που είχαν τελειώσει το σχολείο στο κατώτερο δευτεροβάθμιο επίπεδο.
Στο γενικό πληθυσμό ηλικίας 15 έως 64 ετών, το ποσοστό ανεργίας είναι επίσης πολύ υψηλότερο για όσους έχουν μόνο βασική εκπαίδευση από ό,τι για αυτούς με τριτοβάθμια εκπαίδευση (16,6% έναντι 5,1%). Ταυτόχρονα, η κοινωνικοοικονομική κατάσταση των μαθητών προσδιορίζει και τις επιδόσεις τους: το 33,8% των μαθητών από τα πιο μειονεκτούντα κοινωνικοοικονομικά υπόβαθρα είχαν χαμηλά επιτεύγματα, σε σύγκριση με μόλις το 7,6% των πιο προνομιούχων συνομηλίκων τους.
Η Κομισιόν αναφέρει ότι ένας από τους στόχους της ΕΕ για το 2020 είναι η μείωση του ποσοστού 15% των μαθητών ηλικίας 15 ετών που δεν επιδεικνύουν βασικές γνώσεις, μαθηματικά και επιστήμες. Εντούτοις, στο σύνολό της, η ΕΕ απομακρύνεται ουσιαστικά από αυτόν τον στόχο, ιδίως στην επιστήμη, όπου ο αριθμός των χαμηλών επιδόσεων αυξήθηκε από 16% το 2012 σε 20,6% το 2015.
ΚΥΠΕ