«Τώρα, προκειμένου να αποφευχθεί η αποτυχία, προτρέπουμε τις κυβερνήσεις που συγκεντρώνονται στο Μόντρεαλ να επιδείξουν γενναιότητα, να έχουν τα μάτια τους στραμμένα στο μέλλον και να είναι ανοιχτόμυαλες ώστε να οδηγηθούμε σε ένα φιλόδοξο πλαίσιο βιοποικιλότητας το οποίο θα έχει όραμα και θα είναι βασισμένο στη γνώση. Η ευαισθητοποίηση και η κινητοποίηση των πολιτών και ψηφοφόρων τους δεν ήταν ποτέ μεγαλύτερη, τα στοιχεία στα χέρια τους ποτέ πιο ξεκάθαρα. Αν όχι τώρα, πότε;».
Με αυτά τα λόγια κλείνει μια ανοιχτή επιστολή που δημοσιεύθηκε στις 29 Δεκεμβρίου στον διαδικτυακό τόπο της επιστημονικής επιθεώρησης «Nature». Την υπογράφει η Σάντρα Ντίαζ (Sandra Diaz), καθηγήτρια Οικολογίας στο Εθνικό Πανεπιστήμιο της Κόρντοβα στην Αργεντινή και επικεφαλής μιας ιδιαίτερα διευρυμένης ομάδας επιστημόνων από όλον τον κόσμο, η οποία ανέλαβε το τιτάνιο έργο να καταγράψει τα προβλήματα των οικοσυστημάτων παγκοσμίως και να δημιουργήσει ένα γραπτό κείμενο, μια αναφορά (The global Assessment Report on Biodiversity and Ecosystem Services) επί τη βάσει της οποίας θα ληφθούν αποφάσεις κατά τη διάρκεια της Συνόδου για τη Βιοποικιλότητα (Convention on Biological Diversity) των Ηνωμένων Εθνών. Η Σύνοδος λαμβάνει χώρα από τις 5 μέχρι τις 17 Δεκεμβρίου στο Μόντρεαλ του Καναδά και σε αυτή αναμένεται να συμμετάσχουν περί τις 200 αποστολές κρατών.
Η Σύνοδος πραγματοποιείται επιτέλους μετά από δίχρονη καθυστέρηση λόγω πανδημίας. Σε αυτό το διάστημα οι επιστήμονες που συμμετείχαν στην τεκμηρίωση των επιστημονικών στοιχείων και στη συγγραφή της αναφοράς, είδαν το αρχικό κείμενό τους να αλλοιώνεται με την προσθήκη περισσότερων από 900 παρεμβάσεων, μικρών κειμένων κλεισμένων σε ισάριθμα ζεύγη αγκυλών με τα οποία οι χώρες ζητούσαν εξαιρέσεις. Και καθώς η λήψη αποφάσεων στη Σύνοδο απαιτεί καθολική αποδοχή και συναίνεση, στην πραγματικότητα κάθε αγκύλη σημαίνει συμβιβασμούς και αποδυνάμωση της προσπάθειας περιφρούρησης των οικοσυστημάτων. Διόλου τυχαία, η Ντίαζ σημειώνει: «Χρειαζόμαστε ένα κείμενο με δόντια – και πολύ λιγότερες αγκύλες. Αυτά που μάθαμε στα 30 χρόνια από τη θεμελιώδη Σύνοδο Κορυφής του Ρίο του 1992 κατέστησαν σαφές τον αντίκτυπο των ανθρώπινων δραστηριοτήτων στο περιβάλλον: ένα ισχυρό, ακριβές, φιλόδοξο κείμενο δεν εξασφαλίζει από μόνο του επιτυχή εφαρμογή, αλλά ένα αδύναμο, ασαφές, ξεδοντιασμένο κείμενο σχεδόν εγγυάται την αποτυχία».
Ας ελπίσουμε ότι ετούτη τη φορά η φωνή των επιστημόνων θα εισακουσθεί και δεν θα συνεχίσουμε να πριονίζουμε το κλαδί πάνω στο οποίο καθόμαστε.