Home Τα νέα της Επιστήμης Ο «επικίνδυνος» εγκέφαλος: πόσο πιθανό είναι να προβλέψουμε ότι κάποιος θα εγκληματήσει...

Ο «επικίνδυνος» εγκέφαλος: πόσο πιθανό είναι να προβλέψουμε ότι κάποιος θα εγκληματήσει ξανά;

Νευροψυχολόγοι, ψυχίατροι και δικηγόροι σε ένα debate που σχετίζεται με την ανθρώπινη ελευθερία.

To 1978, o Thomas Barefoot καταδικάστηκε για τη δολοφονία ενός αστυνομικού στο Τέξας. Κατά τη διάρκεια της δίκης του, κλήθηκαν δύο ψυχίατροι να καταθέσουν για τη μελλοντική επικινδυνότητα του Barefoot ώστε να αποφασιστεί αν ο ίδιος αποτελεί απειλή για την κοινωνία.

Οι ψυχίατροι τον χαρακτήρισαν «ψυχοπαθή εγκληματία» και τόνισαν ότι είτε εντός είτε εκτός της φυλακής, είναι απολύτως σίγουρο ότι θα προβεί σε μελλοντικές πράξεις βίας, αποτελώντας έτσι απειλή για την κοινωνία. Βασισμένοι σε αυτές τις πληροφορίες, οι δικαστές τον καταδίκασαν σε θάνατο.

Αν και πλέον αυτές οι ψυχιατρικές αξιολογήσεις είναι ελάχιστες, έχουν βρεθεί αρκετά έμπιστα εργαλεία αξιολόγησης, τα οποία χρησιμοποιούν αλγορίθμους για να υπολογίσουν προσωπικούς, ψυχολογικούς, ιστορικούς και περιβαλλοντικούς παράγοντες πρόβλεψης μιας συμπεριφοράς. Τα εργαλεία αυτά χρησιμοποιούνται ευρέως και στο χώρο των δικαστηρίων, ωστόσο έχουν κατηγορηθεί ότι προωθούν ρατσιστικά στερεότυπα και ότι κάνουν λανθασμένες προβλέψεις.

Ομάδα νευροεπιστημών από το University of New Mexico, χρησιμοποιεί την τεχνολογία απεικόνισης εγκεφάλου για να βελτιώσει τις αξιολογήσεις που πραγματοποιεί. Όπως δηλώνει ο επικεφαλής της ομάδας, η επεξεργασία της εγκεφαλικής δομής και η απεικόνιση της δραστηριότητάς του, έχει μεγαλύτερη προγνωστική αξία για το αν ένα άτομο θα πράξει ξανά ένα αδίκημα.

Η πρόβλεψη της ανθρώπινης συμπεριφοράς βάσει αλγορίθμων, είναι αναπόσπαστο κομμάτι της σύγχρονης ζωής. Άλλωστε, το Facebook, όπως και άλλα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, είναι ένα καθημερινό παράδειγμα αλγόριθμου, που προβλέπει τι μας αρέσει, τι θα κάνουμε και ποιοι είμαστε.

Σε μία πρόσφατη έρευνα1, έγινε προσπάθεια συσχέτισης μεταξύ της ηλικίας του εγκέφαλου και της πιθανότητας να συλληφθούν κατηγορούμενοι οι οποίοι είχαν συλληφθεί ξανά στο παρελθόν. Τα ευρήματα έδειξαν ότι οι κατηγορούμενοι από 18 έως 25 ετών ήταν πιο πιθανό να εκδηλώσουν επικίνδυνη συμπεριφορά σε σχέση με τους μεγαλύτερους κατηγορούμενους. Ωστόσο, η χρονολογική ηλικία δεν είναι ο πιο ακριβής τρόπος μέτρησης της επικινδυνότητας. Η ηλικία του εγκεφάλου, η οποία είναι ανάλογη με τη δομή και τη δραστηριότητά του, καθορίζει τις ατομικές διαφορές και φαίνεται να είναι πιο καθοριστική στη λήψη αποφάσεων και ρίσκου.

dangerousbrainpsynow11

Μετά από ανάλυση 1.332 μαγνητικών εγκεφάλου ανδρών από 12 έως 65 ετών, οι οποίοι βρίσκονταν σε φυλακές ή σε αναμορφωτήρια, οι ερευνητές βρήκαν ότι μπορούσαν να προβλέψουν το ενδεχόμενο επόμενης σύλληψης με μεγάλη ακρίβεια τις περισσότερες φορές, συνδυάζοντας την ηλικία και τη δραστηριότητα του εγκεφάλου, με ψυχολογικές μετρήσεις. Η συγκεκριμένη έρευνα ήταν η πρώτη που συνδύασε την ηλικία του εγκεφάλου με την πιθανή εκδήλωση αντικοινωνικής συμπεριφοράς. Για να καταστεί αυτό δυνατό, χρησιμοποιήθηκαν αλγόριθμοι οι οποίοι αναζητούσαν συγκεκριμένα μοτίβα συνάψεων κατά τη διάρκεια της μαγνητικής του εγκεφάλου.

Παράλληλα, έγινε προσπάθεια ανάδειξης συγκεκριμένων εγκεφαλικών περιοχών, οι οποίες ενδεχομένως να επηρεάζουν την εγκληματική συμπεριφορά, στοχεύοντας σε δυσλειτουργίες των περιοχών που σχετίζονται με την ενσυναίσθηση, την ηθική λήψη αποφάσεων, τη συναισθηματική επεξεργασία και την αλληλεπίδραση θετικών και αρνητικών ενισχύσεων σε κατευθυνόμενες πράξεις. Αυτές οι δυσλειτουργίες, καθιστούν τους ανθρώπους πιο επιρρεπείς στη διάπραξη εγκλήματος.

Τις τελευταίες δύο δεκαετίες, οι μαγνητικές εγκεφάλου και οι νευροεπιστημονικές ενδείξεις έχουν ενταχθεί δυναμικά στο χώρο των δικαστηρίων. Τόσο δυναμικά, ώστε ένας εναγόμενος να μπορεί να χαρακτηρίσει αναποτελεσματική τη βοήθεια του δικηγόρου του εάν αυτός δεν καταφέρει να εισάγει τις σχετικές εγκεφαλικές εξετάσεις στο δικαστήριο.

Ωστόσο, πολλοί νομικοί ερευνητές και δικηγόροι χαρακτηρίζουν την παρουσία της νευροεπιστήμης στα δικαστήρια ως «δίκοπο μαχαίρι», που είτε απαλλάσσει τους κατηγορουμένους είτε τους χαρακτηρίζει ως μη αναστρέψιμους δημόσιους κινδύνους.

Η Ντέμπορα Ντενό, καθηγήτρια και διευθύντρια του Neuroscience and Law Center στο Fordham University Law School, η οποία προέβη σε ανάλυση κάθε ποινικής υπόθεσης που χρησιμοποίησε νευροεπιστημονικές αποδείξεις από το 1992 έως το 2012, αντιτίθεται στην παραπάνω άποψη.

Μέσα από την επεξεργασία των στοιχείων βρήκε ότι τα εγκεφαλικά στοιχεία εισάγονται συνήθως ενισχυτικά στις ήδη υπάρχουσες πληροφορίες και ότι σπάνια χρησιμοποιούνται για επιχειρήματα μελλοντικής επικινδυνότητας. Οι απόψεις, ωστόσο, στο νομικό χώρο διίστανται με πολλούς να υποστηρίζουν ότι η πρόβλεψη της συμπεριφοράς βάσει βιολογικής προδιάθεσης είναι υπερεκτιμημένη και ότι πολλοί δικαστές απορρίπτουν αυτού του είδους τα στοιχεία.

Ακόμα και στο χώρο της νευροεπιστήμης η πρόβλεψη της συμπεριφοράς εγείρει αντιστάσεις, καθώς πολλοί ισχυρίζονται ότι αποτελεί απειλή της ελευθερίας των πολιτών και της ιδιωτικής τους ζωής, όταν αυτή χρησιμοποιείται για να τους επιβληθεί νομική ποινή. Η αντίθετη άποψη υποστηρίζει ότι μπορεί να αποτελέσει μία ισχυρή βάση πάνω στην οποία θα δημιουργηθούν εξατομικευμένα προγράμματα παρέμβασης κοινωνικής και συναισθηματικής εκπαίδευσης .

Αυτές οι παρεμβάσεις μπορεί να είναι σωτήριες ειδικά για νέους, σε ηλικία, κατηγορούμενους, των οποίων ο εγκέφαλος μπορεί να αλλάξει με τη μάθηση ικανοτήτων που συνδέονται με την ενσυναίσθηση και τον αυτοέλεγχο, αυξάνοντας έτσι τις πιθανότητες να μείνουν εκτός φυλακής.

psychologynow.gr