Με αφορμή την έναρξη της νέας κυνηγετικής περιόδου σε λίγες ημέρες, είναι χρήσιμο να δούμε πώς αντιλαμβάνονται και αντιμετωπίζουν τη δραστηριότητα αυτή η κυπριακή κοινωνία και η κυπριακή πολιτεία.
Ηθικές, κοινωνικές και οικονομικές σκοπιές
Στη συζήτηση για το κυνήγι, φυσικά, μπορεί να εισαγάγει κανείς πληθώρα διαστάσεων, από καθαρά επιστημονικές και τεχνικές έως ηθικές, κοινωνικές και οικονομικές. Τις ηθικές μπορεί να τις διακρίνει κανείς περαιτέρω σε εκείνες που αφορούν τις προσωπικές ηθικές επιλογές (π.χ., την αντίληψη του φόνου άλλων οργανισμών ως μορφή διασκέδασης) και εκείνες που αφορούν τους συλλογικούς ηθικούς κανόνες (οι οποίοι συνήθως ρυθμίζονται μέσω νομικών εργαλείων). Οι κοινωνικές περιλαμβάνουν τον ρόλο του κυνηγιού στην τοπική παράδοση και οι οικονομικές την περίπλοκη σχέση κόστους/οφέλους για την κοινωνία από τη δραστηριότητα αυτή. Η τελευταία, συνήθως γίνεται αντιληπτή απλουστευτικά και μονοδιάστατα, ως το άμεσο οικονομικό όφελος από την πώληση αδειών, τη φορολογία και το εμπόριο κυνηγετικών ειδών, χωρίς να συνυπολογίζεται το κόστος από την πιθανή περιβαλλοντική υποβάθμιση και την απώλεια βιοποικιλότητας αλλά και τα ατυχήματα που είναι σχεδόν προβλέψιμα σε ετήσια βάση.
Το κυνήγι ως τοπική παράδοση
Όσον αφορά, πάλι, τον ρόλο του κυνηγιού στις τοπικές παραδόσεις, συνήθως αυτός εκλαμβάνεται ως να αφορά μια γενικευμένη δραστηριότητα χωρίς συγκεκριμένα χαρακτηριστικά (π.χ., άλλο το κυνήγι με τόξα και άλλο με εμπροσθογεμή τουφέκια ή με σύγχρονα όπλα, άλλο με κοπιώδες περπάτημα και άλλο με τζιπ κ.λπ.) και επίσης αποσιωπάται το γεγονός ότι τις περισσότερες παραδόσεις ευχαρίστως τις εγκαταλείπουμε ως αναχρονισμούς όταν η κοινωνική πρόοδος τις καθιστά απαράδεκτες (π.χ., γάμος με συνοικέσιο, θέση της γυναίκας, ξυλοφόρτωμα των παιδιών, παιδική εργασία, κλειτοριδεκτομή σε άλλες κοινωνίες και πλήθος άλλες).
Τι λέει η επιστήμη της οικολογίας;
Ας έρθουμε, όμως, στο ζήτημα των επιστημονικών διαστάσεων του κυνηγιού, οι οποίες αγγίζουν θέματα όπως η διαχείριση των άγριων πληθυσμών (όπως η εκτίμηση πληθυσμών με σκοπό τη ρύθμιση των επιτρεπόμενων ορίων κάρπωσης), η διαχείριση οικοσυστημάτων (π.χ., μέσω διάνοιξης δρόμων, της συχνής διακίνησης οχημάτων και ανθρώπων), η γενετική αλλοίωση ειδών (μέσα από την απελευθέρωση θηραμάτων), η μείωση απειλούμενων ειδών (π.χ., μέσω λαθροθηρίας αλλά και εξαιτίας της όχλησης, των ακούσιων σφαλμάτων αναγνώρισης, της δραστηριότητας των κυνηγετικών σκύλων κ.λπ.) και πολλά άλλα. Τα θέματα αυτά συνιστούν αντικείμενα επιστημονικών κλάδων που εντάσσονται στο ευρύτερο επιστημονικό πεδίο της οικολογίας.
Το πρόβλημα στην Κύπρο
Στην Κύπρο, δεν φαίνεται να εκπονούνται σχετικές εκτιμήσεις, τουλάχιστον όχι κάποιες που να ικανοποιούν τις προδιαγραφές της επιστημονικής έρευνας, δηλαδή την πρόσβαση, από την επιστημονική κοινότητα τουλάχιστον, στα ακατέργαστα δεδομένα και τη μεθοδολογία που ακολουθήθηκε, η οποία πρέπει να περιγράφεται λεπτομερώς και να είναι συμβατή με τη σύγχρονη διεθνή πρακτική. Οι εκτιμήσεις αυτές είναι χρήσιμο να δημοσιεύονται τακτικά σε επιστημονικά περιοδικά αλλά θα αρκούσε έστω και η απλή ανάρτησή τους σε σχετική ιστοσελίδα. Το κατάλληλα καταρτισμένο επιστημονικό προσωπικό που είναι σε θέση να εκπονεί τέτοιες έρευνες πρέπει έχει εξειδίκευση στην οικολογία και τη διαχείριση πληθυσμών. Ευτυχώς, σήμερα υπάρχουν πολλοί τέτοιοι επιστήμονες στο κοντινό μας περιβάλλον και μια αναπτυσσόμενη κοινότητα και στην Κύπρο. Δυστυχώς, όμως, όπως φάνηκε και από το πρόσφατο παράδειγμα της ανακήρυξης της αλεπούς σε θηρεύσιμο είδος χωρίς επαρκή δεδομένα αλλά ως απόκριση σε κοινωνικές πιέσεις, μάλλον κυριαρχεί η αδιαφορία ή/και η άγνοια για την επιστημονική κοινότητα και την επιστημονική προσέγγιση στα θέματα του κυνηγιού.
Οι κυβερνητικές υπηρεσίες, βέβαια, δεν μπορεί παρά να βρίσκονται σε διαρκή αλληλεπίδραση με την ευρύτερη κοινωνία και να δέχονται πιέσεις από ομάδες συμφερόντων. Αυτός είναι ένας ακόμα λόγος για τον οποίο τέτοιες μελέτες πρέπει να γίνονται από επιστήμονες που δεν ανήκουν σε πολιτικά εξαρτημένες υπηρεσίες. Φυσικά, οι αποφάσεις για τον τρόπο αντιμετώπισης των θεμάτων αυτών λαμβάνονται εντέλει από τις πολιτικές ηγεσίες, οι οποίες σε κάποιον βαθμό αντανακλούν και τις αντίστοιχες κοινωνικές αντιλήψεις. Με ανάλογο τρόπο λειτουργούν και τα ΜΜΕ. Έτσι, δεν εκπλήσσει το γεγονός ότι συναντάμε πολυσέλιδα αφιερώματα στο κυνήγι, όπου δίδεται βήμα δημόσιου λόγου πάνω σε σημαντικά επιστημονικά και κοινωνικοοικονομικά θέματα σε πολίτες που δεν διαθέτουν το αναγκαίο υπόβαθρο, με μοναδικό κριτήριο το ότι εξασκούν ένα «χόμπι»! Εννοείται, ότι δεν δίδεται αντίστοιχης απήχησης βήμα σε ειδικούς επιστήμονες, καθώς φαίνεται πως αυτοί δεν διαθέτουν «λόμπι» ούτε και εμπλέκονται στα νήματα της ισχυρής οικονομίας του κυνηγιού.
Δεν ισχυρίζομαι ότι τα πράγματα είναι πολύ καλύτερα σε άλλες χώρες και είμαι βέβαιος ότι θα μπορούσε κανείς να πει ανάλογα πράγματα στις περισσότερες. Αυτό, όμως, δεν συνιστά επιχείρημα υπέρ της ισχύουσας κατάστασης, ειδικά από τη στιγμή που η Κύπρος είναι μια μικρή χώρα στην οποία θα έπρεπε τέτοια ζητήματα να επιλύονται ευκολότερα και η εμπέδωση των σύγχρονων, επιστημονικών αντιλήψεων να γίνεται συντομότερα.
Σπύρος Σφενδουράκης
Αναπληρωτής Καθηγητής Οικολογίας και Βιοποικιλότητας
Τμήμα Βιολογικών Επιστημών, Πανεπιστήμιο Κύπρου