Οι δημοσκοπήσεις είναι επιστημονικά εργαλεία που χρησιμοποιούνται για να μετρήσουν κάτι πολύ συγκεκριμένο (π.χ. την εικόνα του εκλογικού σώματος τη στιγμή της μέτρησης ή να κάνουν πρόβλεψη του τελικού αποτελέσματος – ή και τα δύο). Ακριβώς επειδή τις θεωρούμε εργαλεία μέτρησης, τις αντιμετωπίζουμε όπως όλα τα υπόλοιπα εργαλεία μέτρησης, για παράδειγμα ζυγαριά για βάρος, μετροταινία για μήκος, χρονόμετρο για χρόνο, κλπ.
Όπως για όλα τα εργαλεία μέτρησης, πριν τα χρησιμοποιήσουμε πρέπει να εξέγξουμε ότι ισχύουν τουλάχιστον τα εξής δύο πράγματα.
Πρώτον, ότι το εργαλείο έχει εγκυρότητα. Δηλαδή ότι μετρά με ακρίβεια αυτό που θέλουμε να μετρήσουμε. Η ζυγαριά είναι έγκυρο εργαλείο για την μέτρηση του βάρους αλλά μη-έγκυρο για την μέτρηση του μήκους ή του ύψους.
Δεύτερον, ότι το εργαλείο έχει αξιοπιστία. Δηλαδή το ότι μας δίνει πάντα τις ίδιες μετρήσεις κάτω από τις ίδιες συνθήκες. Όταν ανεβώ στη ζυγαριά και μου δώσει μέτρηση 100 κιλά και μετά ανεβώ ξανά χωρίς να έχει αλλάξει κάτι (π.χ. χωρίς να έχω αφαιρέσει ρούχα) και μου δώσει διαφορετική μέτρηση, τότε θεωρούμε πως η συγκεκριμένη ζυγαριά δεν είναι αξιόπιστη (παρόλο που έχει εγκυρότητα ως εργαλείο μέτρησης του βάρους μου).
Αυτό σημαίνει ότι κάθε εργαλείο μέτρησης χρειάζεται να χρησιμοποιείται με τρόπο που μεγιστοποιεί την αξιοπιστία και την εγκυρότητα του. Παρακολουθώντας τις τελευταίες δημοσκοπήσεις που έχουν δημοσιευτεί για τις Προεδρικές εκλογές του 2018, θεωρώ πως η εγκυρότητα και η αξιοπιστία των περισσοτέρων μετρήσεων θα μπορούσε να βελτιωθεί σημαντικά με τους εξής τρόπους:
1. Στάθμιση των ψήφων με βάση την πιθανότητα του κάθε συμμετέχοντα να ψηφίσει στις εκλογές. Αυτό σημαίνει πως η ψήφος κάποιου που είναι 100% σίγουρος ότι θα ψηφίσει στις εκλογές πρέπει να σταθμιστεί και να έχει περισσότερη βαρύτητα από την ψήφο κάποιου που είναι μόνο 60% σίγουρος ότι θα ψηφίσει. Για παράδειγμα, αν σε μια δημοσκόπηση δύο υποψήφιοι λάβουν από 35% αλλά οι ψηφοφόροι του υποψηφίου Α είναι πιο σίγουροι ότι θα παν στις εκλογές να ψηφίσουν από τους ψηφοφόρους του υποψηφίου Β τότε αυτό πρέπει να ληφθεί υπόψη στα τελικά ποσοστά της δημοσκόπησης.
Ζητώντας από τους ανθρώπους να εκτιμήσουν την πιθανότητα να πάνε να ψηφίσουν, μας επιτρέπει να συμπεριλάβουμε πληροφορίες από όλους τους συμμετέχοντες. Παραδοσιακά, οι δημοσκοπήσεις συμπεριλαμβάνουν άτομα που πληρούν κάποια συγκεκριμένα κριτήρια και συχνά αποτυγχάνουν να συμπεριλάβουν άτομα που τελικά καταλήγουν να ψηφίσουν.
2. Στάθμιση των ψήφων με βάση την πιθανότητα του κάθε συμμετέχοντα να ψηφίσει τον συγκεκριμένο υποψήφιο. Αυτό σημαίνει ότι η ψήφος κάποιου που είναι 100% σίγουρος ότι θα ψηφίσει τον Α υποψήφιο πρέπει να σταθμιστεί και να έχει περισσότερη βαρύτητα από την ψήφο κάποιου που είναι μόνο 70% σίγουρος ότι θα ψηφίσει τον υποψήφιο Β. Για παράδειγμα, αν σε μια δημοσκόπηση δύο υποψήφιοι λάβουν από 35% αλλά οι ψηφοφόροι του υποψηφίου Α είναι πιο σίγουροι ότι θα τον ψηφίσουν από ότι είναι αυτοί του υποψηφίου Β, τότε αυτό πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη στα τελικά ποσοστά της δημοσκόπησης.
Πολλοί άνθρωποι δεν γνωρίζουν με βεβαιότητα πώς πρόκειται να ψηφίσουν. Αναγκάζοντάς τους να επιλέξουν έναν από τους υποψηφίους πριν να είναι σίγουροι δεν καταγράφει με ακρίβεια τις αμφιβολίες τους. Το να ζητάς από τους ανθρώπους να εκτιμήσουν την πιθανότητα να ψηφίσουν τον ένα ή τον άλλο υποψήφιο όμως επιτρέπει να το εκτιμήσεις.
3. Αν θέλουμε να δούμε τις μετακινήσεις του εκλογικού σώματος τότε ο καλύτερος τρόπος είναι να μετρήσουμε σε διαφορετικά χρονικά σημεία τα ίδια άτομα. Αυτό προϋποθέτει ότι το δείγμα θα είναι αρκετά μεγάλο ούτως ώστε να αντισταθμιστούν τυχόν αποχωρήσεις και επίσης να είναι αντιπροσωπευτικό του εκλογικού σώματος.
Ένας τρόπος να γίνει αυτό είναι να αναγνωριστούν ~3000 άτομα αντιπροσωπευτικά του πληθυσμού που ενδιαφέρονται να συμμετέχουν και κάθε εβδομάδα να επιλέγονται τυχαία 500 από αυτούς.
Αυτή η μέθοδος επιτρέπει να αναγνωρίσουμε αυτό που στην γλώσσα των δημοσκόπων ονομάζεται differential response. Ένα από τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι δημοσκοπήσεις είναι ότι μερικές φορές οι ψηφοφόροι ενός από τους υποψηφίους είναι πιο ενθουσιασμένοι τη συγκεκριμένη περίοδο και ως αποτέλεσμα πιο δεκτικοί στο να συμμετέχουν σε δημοσκοπήσεις. Ίσως ο υποψήφιος τους να είχε μια ιδιαίτερα καλή εβδομάδα ή ο αντίπαλος υποψήφιος είχε μια κακή εβδομάδα. Όταν συμβαίνει αυτό, τα ποσοστά των υποψηφίων μπορούν να μετατοπιστούν ξαφνικά απλώς και μόνο εξαιτίας του ποιος είναι πρόθυμος να συμμετάσχει στις δημοσκοπήσεις. Χρησιμοποιώντας όμως την ίδια ομάδα ανθρώπων στην έρευνα, μπορούμε να είμαστε πιο σίγουροι ότι αυτή η μετατόπιση αντανακλά πραγματική αλλαγή στη στάση του εκλογικού σώματος.
Η μέθοδος με τα τρία πιο πάνω σημεία έχει δοκιμαστεί στην πράξη στις δύο τελευταίες Αμερικανικές εκλογές και έχει δώσει τις καλύτερες εκτιμήσεις για το αποτέλεσμα. Ένα παράδειγμα εδώ: https://goo.gl/GzAvhi
4. Στάθμιση με βάση την πιθανή κρυφή ψήφο. Είναι παγκόσμιο κοινωνικό φαινόμενο διάφορες ομάδες πληθυσμού να κρύβουν την ψήφο τους στις δημοσκοπήσεις. Στην Αγγλία οι δημοσκόποι έχουν αναγνωρίσει το φαινόμενο Shy Tory Factor σύμφωνα με το οποίο αρκετοί ψηφίζουν το Συντηρητικό κόμμα ενώ το αποκρύβουν από τις δημοσκοπήσεις. Τα τελευταία χρόνια οι δημοσκόποι έχουν αρχίσει να αναγνωρίζουν αυτό το φαινόμενο και να σταθμίζουν τις μετρήσεις τους αναλόγως. Για να βελτιωθεί η εγκυρότητα και η αξιοπιστία των δημοσκοπήσεων στην Κύπρο είναι απαραίτητο να διερευνηθεί η κρυφή ψήφος και να σταθμιστούν τα αποτελέσματα αναλόγως.
5. Στάθμιση της συσπείρωσης των κομμάτων με βάση τα πραγματικά ποσοστά ενός κόμματος και όχι μόνο των τελευταίων βουλευτικών εκλογών. Για παράδειγμα, στάθμιση με βάση τις τελευταίες 4-5 εκλογικές αναμετρήσεις και όχι μόνο των τελευταίων βουλευτικών εκλογών. Συχνά, οι ψηφοφόροι ενός κόμματος μειώνονται ή αυξάνονται πολύ κάτω ή πάνω από τα πραγματικά ποσοστά ενός κόμματος λόγω ειδικών συγκυριών κατά τις τελευταίες εκλογές, ενώ αυτές οι συγκυρίες δεν ισχύουν στις επερχόμενες εκλογές. Με αποτέλεσμα, οι συσπειρώσεις των κομμάτων με βάση τις τελευταίες βουλευτικές εκλογές να μην αντικατοπτρίζουν το πραγματικό μέγεθος της δεξαμενής ψήφων ενός υποψηφίου.
Και κάτι τελευταίο: όταν οι μετρήσεις γίνουν σωστά, μπορουμε να εμπιστευτούμε τους αριθμούς. Πολύ περισσότερο από τις δικές μας προσωπικές υποκειμενικές εκτιμήσεις.
Σημείωση: στους επιστημονικούς κύκλους γίνονται ήδη συζητήσεις για να βρεθούν καλύτεροι τρόποι αξιολόγησης της πιθανότητας που δίνει ο κάθε συμμετέχοντας να πάει να ψηφίσει (για παράδειγμα με τη χρήση του δείκτη meta-d’ που είναι βασισμένος στο signal detection theory).