Home Ιατρική-Βιολογία Serial killers: Ένας εγκληματολόγος μπαίνει στο μυαλό των κατά συρροήν δολοφόνων και...

Serial killers: Ένας εγκληματολόγος μπαίνει στο μυαλό των κατά συρροήν δολοφόνων και διαλύει τους μύθους

Από τους πιο διαβόητους serial killers της ιστορίας μέχρι τις πρόσφατες ελληνικές υποθέσεις, όπως αυτή της Ειρήνης Μουρτζούκου, ο δρ. Louis Schlesinger καταρρίπτει μύθους και εξηγεί τι πραγματικά ισχύει για τα προφίλ, τα κίνητρα και τους ψυχικούς μηχανισμούς πίσω από τις πράξεις τους

Από την πολύκροτη υπόθεση της Ρούλας Πισπιρίγκου, μέχρι την πρόσφατη εξέλιξη της Ειρήνης Μουρτζούκου, οι έννοιες του «κακού» και της ακραίας βίας απασχολούν έντονα την ελληνική κοινωνία. Οι περιπτώσεις αυτές, οι οποίες αναδείχθηκαν – ρητά ή άρρητα – ως «κατά συρροήν δολοφόνοι», επανέφεραν στο δημόσιο διάλογο ερωτήματα γύρω από την ψυχοπαθολογία, τα κίνητρα και τα μοτίβα τέτοιων εγκληματικών πράξεων. Ποιοι είναι τελικά οι serial killers; Υπάρχει προφίλ; Και γιατί συνεχίζουν να μας γοητεύουν, ακόμη κι όταν μας τρομάζουν;

Το εν λόγω θέμα προβάλλεται ευρέως σε κινηματογραφικές ταινίες, τηλεοπτικές σειρές και έντυπα ή ψηφιακά μέσα ενημέρωσης, συχνά συνοδευόμενο από αναλύσεις σχετικά με τα ψυχολογικά τους χαρακτηριστικά, τα κίνητρα και τη μεθοδολογία τους. Συχνές είναι οι υποθέσεις για το πώς επιλέγουν τα θύματά τους (π.χ. κάποιος προβάλλει στα θύματά του ένα πρόσωπο του παρελθόντος του), καθώς και για την ψυχική τους κατάσταση.

Στη φαντασία του κοινού, πολλοί παρουσιάζονται ως ιδιαίτερα ευφυή άτομα με γλωσσομάθεια, πολιτισμική καλλιέργεια και ιδιαίτερες δεξιότητες. Η εικόνα αυτή ενισχύεται από χαρακτήρες μυθοπλασίας, όπως ο Χάνιμπαλ Λέκτερ. Ωστόσο, κατά πόσο ανταποκρίνονται αυτές οι αναπαραστάσεις στην πραγματικότητα;

Ο Δρ. Louis Schlesinger, καθηγητής Ψυχολογίας στο John Jay College of Criminal Justice και ερευνητής σε συνεργασία με τη Μονάδα Συμπεριφορικής Ανάλυσης του FBI, επιχειρεί να δώσει απαντήσεις μέσα από εμπειρικά δεδομένα και επιστημονικές παρατηρήσεις στο Psychology Today και στο podcast «Speaking of Psychology».

Ποιοι είναι, τελικά, οι κατά συρροήν δολοφόνοι;

Αρχικά, είναι σημαντικό να γίνει διάκριση ανάμεσα στον «κατά συρροήν δολοφόνο» και τον «μαζικό δολοφόνο»: ο πρώτος σκοτώνει σε διαφορετικά χρονικά σημεία με ενδιάμεσα διαλείμματα, ενώ ο δεύτερος διαπράττει όλους τους φόνους σε μία και μόνο περίσταση, όπως στην περίπτωση ενός ένοπλου που επιτίθεται σε σχολείο ή εμπορικό κέντρο.

Με αυτή τη διάκριση ως βάση, οι πρώτοι ορίζονται ως άτομα που διαπράττουν δύο ή περισσότερους φόνους σε ξεχωριστά χρονικά σημεία, χωρίς να αποτελούν μέρος ενός ενιαίου γεγονότος. Η πιο αναγνωρίσιμη κατηγορία είναι οι σεξουαλικά παρακινημένοι δράστες, όπως ο Τεντ Μπάντι, ο BTK ή ο Τζακ ο Αντεροβγάλτης. Ωστόσο, υπάρχουν και άλλες -τουλάχιστον τρεις βασικές -ομάδες:

  • Επαγγελματίες εκτελεστές που δρουν με οικονομικά κίνητρα, όπως ο Ρίτσαρντ Κουκλίνσκι
  • Μέλη υγειονομικού προσωπικού, όπως γιατροί ή νοσηλευτές, που δολοφονούν ασθενείς, όπως ο Χάρολντ Σίπμαν
  • Άτομα με ψυχώσεις, τα οποία ενεργούν υπό την επιρροή σοβαρών ψυχικών διαταραχών, όπως ο Ρίτσαρντ Τρέντον Τσέις

Σύμφωνα με τον Δρ. Schlesinger, σεξουαλικός κατά συρροήν δολοφόνος θεωρείται όποιος αντλεί ψυχοσεξουαλική ικανοποίηση από την πράξη της δολοφονίας, ακόμη κι αν δεν υπάρχει σεξουαλική επαφή: η βία από μόνη της ενδέχεται να καλύπτει αυτή τη λειτουργία. Στο ίδιο μήκος κύματος, σύμφωνα με άλλο άρθρο στο Psychology Today, θα μπορούσε να ειπωθεί ότι οι δράστες μπορούν να διαχωριστούν με βάση τα κίνητρά τους ως:

  • Οραματικοί: πιστεύουν ότι δρουν κατόπιν «εντολών» από κάποιο «ανώτερο» ον
  • Αποστολικοί: θεωρούν πώς «καθαρίζουν» την κοινωνία από «ανεπιθύμητους»
  • Ηδονιστές: βρίσκουν (σεξουαλική) ευχαρίστηση στη διαδικασία
  • Εξουσιαστικοί: επιδιώκουν απόλυτο έλεγχο επί των θυμάτων

Σημειώνεται ότι οι γυναίκες εκπροσωπούν το 15% των κατά συρροήν δολοφόνων, γεγονός που καταρρίπτει την (όποια) αντίληψη περί αποκλειστικά ανδρικού φαινομένου. Συχνά δρουν με λιγότερο εμφανή μέσα, όπως η δηλητηρίαση, και σπανίως κινούνται από σεξουαλικά κίνητρα (είναι, κυρίως, οικονομικά). Σε αρκετές περιπτώσεις συνεργούν με άνδρες δράστες.

Επίσης, πρέπει να αναφερθεί ότι αν και το φαινόμενο των κατά συρροήν δολοφόνων έχει μελετηθεί κυρίως στο εξωτερικό, δεν είναι άγνωστο στην Ελλάδα. Παρά τον περιορισμένο αριθμό καταγεγραμμένων περιπτώσεων, έχουν σημειωθεί χαρακτηριστικά παραδείγματα στην ελληνική πραγματικότητα, με ονόματα όπως οι Αντώνης Δαγκλής, Κυριάκος Παπαχρόνης, Δημήτρης Βακρινός, Αικατερίνη Δημητρέα (η πρώτη Ελληνίδα που χαρακτηρίστηκε κατά συρροήν δολοφόνος) και Γιάννης Μπαλτάς. Οι υποθέσεις αυτές προσέλκυσαν εκτενή δημοσιότητα και ανέδειξαν την ανάγκη για επιστημονική κατανόηση και πρόληψη τέτοιων εγκληματικών συμπεριφορών και στη χώρα μας.

Παρόλο που το φαινόμενο προσελκύει έντονο ενδιαφέρον, η επιστημονική έρευνα παραμένει περιορισμένη. Από το 2003 έως το 2023 δημοσιεύτηκαν μόλις 22 άρθρα για σεξουαλικές κατά συρροήν ανθρωποκτονίες, αριθμός εξαιρετικά μικρός σε σύγκριση με τις χιλιάδες μελέτες για άλλες ψυχικές διαταραχές, όπως η διπολική διαταραχή ή το PTSD. Το γεγονός αυτό υπογραμμίζει τη σημαντική απόσταση ανάμεσα στη δημόσια εικόνα και στη διαθέσιμη επιστημονική γνώση.

Συμπεριφορές, μοτίβα και ψυχολογικά προφίλ – Τι ισχύει;

Ένας από τους συχνότερους μύθους αφορά τις λεγόμενες «υπογραφές» που αφήνουν οι δράστες στους τόπους των εγκλημάτων. Για παράδειγμα, αντικείμενα τοποθετημένα με συγκεκριμένο τρόπο. Στην πράξη, σύμφωνα με μελέτες, οι περισσότεροι δράστες διαφοροποιούν τη συμπεριφορά τους από θύμα σε θύμα. Σε ποσοστό 70%, έχουν πειραματιστεί με κάτι καινούργιο κατά τη διάρκεια της εγκληματικής τους πορείας, και μάλιστα σε διάφορα σημεία αυτής (αρχή, μέση ή τέλος), κάτι που συχνά παραπλανά τους ερευνητές ότι πρόκειται για διαφορετικό άτομο.

Αντίστοιχα, η ιδέα ότι ανάμεσα στις δολοφονίες μεσολαβούν μεγάλα χρονικά διαστήματα δεν επιβεβαιώνεται από την έρευνα. Περίπου οι μισοί αφήνουν διάστημα άνω των δύο εβδομάδων, αλλά το 15% δρα σε σύντομο χρονικό πλαίσιο, ακόμα και εντός της ίδιας ημέρας αλλά σε διαφορετικά σημεία, ενώ το 30% σκοτώνει σε ομάδες, με παύσεις μεταξύ αυτών.

Η γενική εντύπωση ότι οι κατά συρροήν δολοφόνοι είναι ιδιοφυΐες δεν επιβεβαιώνεται. Ο Gary Ridgway, για παράδειγμα, διέφυγε για πάνω από δύο δεκαετίες με IQ μόλις 83. Οι περισσότεροι επιλέγουν στόχους που δύσκολα θα τους αναζητήσει κανείς, δηλαδή κυρίως άτομα που είναι κοινωνικά στο περιθώριο.

Ο Δρ. Schlesinger διακρίνει δύο βασικά προφίλ:

  1. Οργανωμένοι δράστες: σχεδιάζουν προσεκτικά τις κινήσεις τους, διαθέτουν ναρκισσιστικά ή ψυχοπαθητικά στοιχεία, σπάνια αφήνουν ίχνη
  2. Αποδιοργανωμένοι δράστες: δρουν παρορμητικά και έχουν σοβαρές διαταραχές προσωπικότητας, καθιστώντας τους πιο εύκολα ανιχνεύσιμους

Η ψυχοπαθητική προσωπικότητα (άτομα με «πρόσοψη κανονικότητας») χαρακτηρίζεται από έλλειψη ενσυναίσθησης, αδιαφορία για κοινωνικούς κανόνες και απουσία μεταμέλειας. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει πως κάθε ψυχοπαθής είναι επικίνδυνος ή εγκληματίας. Η διαφορά εντοπίζεται στον τρόπο με τον οποίο εκφράζεται η παθολογία.

Υπάρχει ένα «γιατί» που κρύβεται από πίσω;

Η εμφάνιση τέτοιων εγκλημάτων δεν εξηγείται από έναν και μοναδικό παράγοντα. Αντιθέτως, πρόκειται για συνδυασμό βιολογικών, ψυχολογικών και κοινωνικών παραμέτρων. Τραύματα παιδικής ηλικίας, διαταραγμένες οικογενειακές σχέσεις ή νευρολογικές βλάβες μπορεί να συμβάλουν -χωρίς να αρκούν από μόνα τους.

Η θεωρία της «τριάδας του Macdonald» (βασανισμός ζώων, εμπρησμός, νυχτερινή ενούρηση) έχει χρησιμοποιηθεί ως εργαλείο πρόβλεψης, χωρίς όμως να ισχύει σε όλες τις περιπτώσεις. Με άλλα λόγια, αν και έχει συσχετιστεί με βίαιη συμπεριφορά στην παιδική ηλικία, στοιχεία της δεν εμφανίζονται πάντα.  Όμως, σε επίπεδο πρόληψης, είναι κρίσιμο να αναγνωρίζονται έγκαιρα ανησυχητικά σημάδια: επιθετικότητα, εμμονές ή παραβιαστικές συμπεριφορές. Η έγκαιρη ψυχιατρική παρέμβαση μπορεί να αποτρέψει τη μελλοντική εκδήλωση σοβαρών μορφών βίας.

Επίσης, αξίζει να αναφερθεί ότι μόλις το 26% των δραστών έχουν προηγούμενες καταδίκες για σεξουαλικά αδικήματα. Ωστόσο, η παρουσία διείσδυσης σε ένα έγκλημα συχνά σχετίζεται με τέτοιο ιστορικό, γεγονός που μπορεί να συμβάλει ουσιαστικά στις ερευνητικές προσπάθειες των αρχών.

Γιατί μας γοητεύει το σκοτεινό;

Η συνεχής παρουσία των κατά συρροήν δολοφόνων στη λαϊκή κουλτούρα αποκαλύπτει και ένα άλλο φαινόμενο: την έλξη μας προς το «ακραίο κακό». Το κοινό – και ιδιαίτερα οι γυναίκες – δείχνει έντονο ενδιαφέρον, εν μέρει επειδή οι γυναίκες αποτελούν συχνότερα θύματα και επιθυμούν να κατανοήσουν πώς να προστατευτούν. Επίσης, η ενασχόληση με τέτοιες ιστορίες λειτουργεί ως ψυχολογική εκτόνωση φόβου και κατανόηση του ενδεχόμενου κινδύνου μέσα σε ένα ασφαλές πλαίσιο, μέσω ταινιών, ντοκιμαντέρ και podcast.

Βέβαια, σε κάποιες περιπτώσεις, η γοητεία φτάνει στα άκρα: υπάρχουν άτομα που συνδέονται ρομαντικά με καταδικασμένους δολοφόνους, επιδιώκοντας είτε «λύτρωση» είτε ασυνείδητη ταύτιση με πρότυπα κυριαρχίας. Αυτές οι περιπτώσεις ερμηνεύονται άλλοτε ως έκφραση ψυχολογικής αστάθειας και άλλοτε ως ακραίες εκδοχές εξελικτικής προσκόλλησης σε ισχυρές μορφές επιβολής.

Εν κατακλείδι, η εικόνα του κατά συρροήν δολοφόνου που προβάλλεται συχνά από τα μέσα ενημέρωσης δεν αντιστοιχεί πάντα στην επιστημονική πραγματικότητα. Πρόκειται για ένα εξαιρετικά σύνθετο φαινόμενο, με μεγάλες διαφοροποιήσεις ανά περίπτωση. Η ανάγκη για περισσότερη έρευνα και τεκμηριωμένη πληροφόρηση είναι απαραίτητη για την ουσιαστική κατανόηση, τη σωστή πρόληψη και την απομυθοποίηση ενός θέματος που εξακολουθεί να ελκύει και να τρομάζει ταυτόχρονα.

ΠΗΓΗ: ygeiamou.gr