
Πολλοί από εμάς έχουμε βάλει ένα κοχύλι στο αυτί μας, με την ελπίδα να «ακούσουμε» τον ήχο της θάλασσας. Είναι, όμως, πραγματικά αυτό που συμβαίνει ή μήπως πρόκειται για έναν διαδεδομένο μύθο;
Η επιστημονική εξήγηση διαψεύδει τη ρομαντική αυτή αντίληψη. Σύμφωνα με τον Άντριου Κινγκ, διευθυντή του Κέντρου Ολοκληρωμένης Νευροεπιστήμης στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης και επικεφαλής της Ομάδας Ακουστικής Νευροεπιστήμης, «αυτό που ακούμε στην πραγματικότητα, είναι οι ήχοι του περιβάλλοντος ή του υποβάθρου, που ενισχύονται λόγω της δομής του κοχυλιού». Οι καμπύλες και σκληρές επιφάνειες του κελύφους αντανακλούν τα ηχητικά κύματα, προκαλώντας την αντήχησή τους στο εσωτερικό του. Έτσι, το κοχύλι λειτουργεί ως αντηχείο, ενισχύοντας συγκεκριμένες ηχητικές συχνότητες και κάνοντάς τες πιο έντονες στο αυτί μας.
Το είδος του ήχου που αντιλαμβανόμαστε εξαρτάται άμεσα από το μέγεθος και το σχήμα του κοχυλιού. Ένα κοχύλι με ακανόνιστη μορφή παράγει πολλαπλές συχνότητες, προσφέροντας αυτή τη χαρακτηριστική «ωκεάνια» χροιά.
Όχι μόνο τα κοχύλια – Ο ρόλος των αντικειμένων και του περιβάλλοντος
Οι ειδικοί διευκρινίζουν ότι δεν χρειάζεται απαραίτητα ένα κοχύλι για να έχετε αυτή την ακουστική εμπειρία. Ένα κοινό φλιτζάνι ή ακόμα και ένα μπολ δίπλα στο αυτί σας μπορεί να δημιουργήσει έναν αντίστοιχο ήχο, ανάλογα με το μέγεθός του. Αυτό συμβαίνει γιατί το αντικείμενο λειτουργεί ως αντηχείο, ενισχύοντας τους θορύβους του περιβάλλοντος με παρόμοιο τρόπο.
Ωστόσο, σημαντικός παράγοντας είναι η ύπαρξη φόντου ή θορύβου γύρω σας. Αν βρίσκεστε σε έναν απόλυτα ηχομονωμένο χώρο, το «θαλασσινό» άκουσμα θα απουσιάζει, καθώς δεν υπάρχει εξωτερικός ήχος για να ενισχυθεί και να αντηχήσει.
ΠΗΓΗ: tanea.gr