Home Πολιτική Η Οικονομία των θαυμάτων και η επανάσταση της γκοφρέτας

Η Οικονομία των θαυμάτων και η επανάσταση της γκοφρέτας

Θα πρέπει κάποια στιγμή αυτή η Eurostat με εκείνους τους άλλους, τους οίκους αξιολόγησης, να κάνουν μία συνάντηση να εναρμονιστούν λίγο, δούμε τι να λέμε και μεις: Πάμε καλά ή όχι.

Διότι, αν διαβάσεις τα στοιχεία της μίας και μετά τα στοιχεία της άλλης, θαρρείς ότι μιλάνε για κάποια άλλη χώρα. Και πού να μιλήσεις και με 10–20 πολίτες. Τότε είναι που θα γίνει το μυαλό σου πουρές, που λένε.

Διότι – και πάλι – αν υπάρχει ένα πράγμα στο οποίο είχαμε εμπιστοσύνη σε αυτόν τον μάταιο κόσμο, είναι η αριθμητική. Δεν μπορεί να πει ψέματα η αριθμητική. 1 και 1 κάνουν δύο· δεν υπάρχουν επιχειρήματα με τα οποία θα αποδείξεις, υπό οποιεσδήποτε συνθήκες, ότι 1+1 κάνουν 4.

Όλα αυτά βεβαίως μέχρι να βάλει το χεράκι του ο άνθρωπος. Τότε μπορούν και τα μαθηματικά να γίνουν πιο… «ρευστά». Πιο κατά προσέγγιση. Στο περίπου και υπό συνθήκες.

Σου λέει: εμείς, οι άνθρωποι, τα φτιάξαμε τα μαθηματικά, εμείς και θα τα καταστρέψουμε.

Έρχονται οι οίκοι αξιολόγησης λοιπόν, ο ένας μετά τον άλλον, και μας πλέκουν το εγκώμιο (αντί να μας πλέξουν καμία ζακέτα τώρα που θα πιάσουν τα κρύα και δεν θα έχουμε πώς να ζεσταθούμε). Μας «μετράνε» με κάτι A-, με κάτι «Ά-ριστα», κάτι υποδειγματικά πρόσημα, με υπέροχους δείκτες που δείχνουν ανάπτυξη, που μας ανεβάζουν σε κάτι Α3 επενδυτικές βαθμίδες (που εμείς Α3 ξέραμε το μέγεθος της σελίδας· όπως φαίνεται, μεγάλο έχουμε και το μέγεθος των επενδύσεων) και γενικώς μας λένε καλά λόγια, που αν δεν έχεις επαφή με τους ανθρώπους που απαρτίζουν αυτή την κοινωνία, νομίζεις πως σε σχέση με εμάς το Μονακό είναι μία φτωχογειτονιά της Ευρώπης, όπως είναι το Μπρονξ για τη Νέα Υόρκη.

Moody’s, Fitch, Standard & Poor’s και άλλα μαγαζιά του είδους, τα οποία λειτουργούν σαν παραισθησιογόνα στον οικονομικό μας οργανισμό. Είμαστε ένα χάλι, αλλά «παίρνουμε» τις αξιολογήσεις τους και βλέπουμε ουράνια τόξα και κοκκινοπράσινες πεταλουδίτσες να κόβουν βόλτες στο δωμάτιο.

Και μετά έρχεται εκείνη η άλλη, η Eurostat, και μας λέει – σε πρόσφατες μετρήσεις της – ότι τα κυπριακά νοικοκυριά ξοδεύουν κοντά στο 20% των χρημάτων τους για βασικά έξοδα, όπως ενοίκιο/σπίτι, νερό, ρεύμα και καύσιμα, με σαφή και συνεχή άνοδο του ποσοστού τα τελευταία χρόνια. Ότι ο ρυθμός αύξησης των καταναλωτικών δεικτών έχει φθίνουσα τάση, και αυτό αφορά όχι ότι ξοδεύουμε περισσότερο, αλλά ότι αγοράζουμε τα ίδια με πριν αλλά με αυξημένο κόστος.

Με λίγα λόγια: χρειαζόμαστε όλο και περισσότερα χρήματα για τις βασικές μας ανάγκες και τα πάγια έξοδα, μας μένουν όλο και λιγότερα για οτιδήποτε άλλο και, όσον αφορά την αποταμίευση… ας μην πούμε καλύτερα.

Περισσότερα αποταμιεύαμε στο δημοτικό με το δευτεράκι του συνεργατικού ταμιευτηρίου κάθε Δευτέρα πρωί.

Αλλά να σου πω και κάτι; Και να μην μας τα έλεγε η Eurostat, έχουμε πρόσβαση στο πορτοφόλι μας από μόνοι μας. Το κοιτάμε καθημερινά, όπως κοιτάει πρωταγωνιστής σε ταινία του Αγγελόπουλου το βάθος του θαλασσινού ορίζοντα: με μία θλίψη και ένα κενό στο βλέμμα. Ένα κενό πιο μεγάλο και από τις χαράδρες του Γκραν Κάνιον.

Κάποια στιγμή λοιπόν θα πρέπει οι αριθμοί να μας λένε την αλήθεια. Ή, εν πάση περιπτώσει, ας συνεννοηθούν οίκοι, στατιστικές και λοιποί οργανισμοί και οικονομικοί ταχυδακτυλουργοί, να μας λένε την ίδια αλήθεια. Και ας μην είναι ακριβώς η αλήθεια.

Διότι μας μπερδεύουν που μας μπερδεύουν οι ισορροπίες μεταξύ του τι θέλουμε και του τι μπορούμε, μην μας μπερδεύετε και εσείς περισσότερο. Διαβάζουμε τι γράφετε και μετά ξανακοιτάμε να σιγουρευτούμε ότι διαβάζουμε τα στοιχεία για τη σωστή χώρα. Τη δική μας.

Πλέον δεν μας ξεγελάνε οι αξιολογήσεις. Εξακολουθούμε, άλλωστε, να έχουμε εμπιστοσύνη στα απλά μαθηματικά δημοτικού, τα οποία μετράνε τα περισσευούμενά μας και δεν τα βρίσκουν αρκετά για να πάρουμε μία γκοφρέτα παραπάνω.

Η οποία παραπάνω γκοφρέτα, είναι και η μόνη επανάσταση που μπορούμε να κάνουμε. Τουλάχιστον μέχρι την κανονική την επανάσταση: εκείνη που πάντα κάνουν οι λαοί που φτάνουν στο σημείο να πεινάνε.

Ο Παπα – Ράτσης