
Υπάρχει μία συζήτηση που γίνεται κάθε λίγα χρόνια στην Κύπρο, πάντα με τον ίδιο τρόπο και πάντα με το ίδιο αποτέλεσμα: καμία ουσιαστική αλλαγή. Και αυτή είναι η αξιολόγηση των εκπαιδευτικών.
Το Υπουργείο προτείνει αλλαγές. Τα συνδικαλιστικά όργανα των εκπαιδευτικών διαφωνούν. Μέχρι εδώ, θεμιτό. Σε μία δημοκρατία οι διαφωνίες είναι αναμενόμενες. Εκεί που τα πράγματα αρχίζουν να «μυρίζουν» παραλογισμό είναι όταν ο αξιολογούμενος απαιτεί να έχει λόγο — ή και καθοριστικό ρόλο — στον τρόπο που θα αξιολογείται.
Για να το πούμε απλά: είναι σαν ο εργαζόμενος να λέει στον εργοδότη πώς ακριβώς θα τον ελέγχει για την παραγωγικότητα, την αποτελεσματικότητα και την απόδοσή του.
«Ναι, να με αξιολογήσεις, αλλά με αυτούς τους όρους. Και αν δεν σου αρέσουν, δεν δουλεύω.»
Αν αυτό σας φαίνεται φυσιολογικό, τότε έχουμε σοβαρότερο πρόβλημα από το ίδιο το σύστημα αξιολόγησης.
Η αξιολόγηση, από τη φύση της, δεν είναι εργαλείο αυτοϊκανοποίησης (και μην παρεξηγηθώ με τον όρο). Δεν είναι διαδικασία επιβεβαίωσης. Δεν είναι «να τα βρούμε κάπου στη μέση για να είμαστε όλοι ευχαριστημένοι». Είναι μηχανισμός ελέγχου, βελτίωσης και — ναι — διάκρισης. Και αυτό από μόνο του μάλλον ενοχλεί.
Όχι επειδή οι εκπαιδευτικοί δεν δουλεύουν.
Αλλά επειδή κάποιοι απ αυτούς ίσως φοβούνται ότι μια σοβαρή αξιολόγηση μπορεί να αποκαλύψει και πράγματα που εδώ και δεκαετίες κρύβονται κάτω από το χαλί.
Και κάπου εδώ μπαίνει στο παιχνίδι το πιο παράλογο όπλο πίεσης: η στάση εργασίας.
Η στάση εργασίας είναι απολύτως θεμιτό μέσο όταν μιλάμε για μισθούς, ωράρια, παροχές, εργασιακά δικαιώματα. Εκεί ναι — σταματάς να δουλεύεις για να διεκδικήσεις καλύτερους όρους δουλειάς.
Αλλά εδώ δεν μιλάμε για αυτό.
Εδώ μιλάμε για το πώς δουλεύεις.
Δηλαδή, αντιδρώ στον τρόπο αξιολόγησής μου… με το να μην εργάζομαι.
Διαμαρτύρομαι για την ποιότητα του συστήματος… στερώντας εκπαίδευση από τους μαθητές.
Πιέζω για βελτίωση… επιβεβαιώνοντας ότι το σύστημα δεν αντέχει έλεγχο.
Λογικό; Όχι.
Αποτελεσματικό επικοινωνιακά; Ίσως.
Υγιές για την κοινωνία; Σε καμία περίπτωση.
Ωστόσο πρέπει να μην συγχέουμε δύο πτυχές του ίδιου θέματος και παρερμηνευτεί η τοποθέτηση — ο ρόλος του εκπαιδευτικού είναι κομβικός. Είναι λειτούργημα. Είναι από τα ελάχιστα επαγγέλματα που διαμορφώνουν χαρακτήρες, κοινωνίες και μέλλον. Ένας καλός, ικανοποιημένος, αξιοπρεπώς αμειβόμενος εκπαιδευτικός έχει άμεσο και θετικό αντίκτυπο στις νέες γενιές. Στα παιδιά μας.
Ναι, πρέπει να αμείβεται καλά.
Ναι, πρέπει να εργάζεται σε συνθήκες που δεν τον εξουθενώνουν.
Ναι, πρέπει να νιώθει ότι απολαμβάνει σεβασμό.
ΑΛΛΑ.
Αυτό δεν έχει καμία απολύτως σχέση με την απαίτηση να παραμείνει ένα σύστημα αξιολόγησης ξεπερασμένο, αναχρονιστικό και σχεδόν προσβλητικά ανεπαρκές. Το ένα δεν ακυρώνει το άλλο. Και όποιος τα συγχέει, το κάνει σκοπίμως.
Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, είχαμε και τη δήλωση-κερασάκι του κ. Ταλιαδώρου:
«Ήρθε μία γυναίκα να μας αλλάξει το σύστημα μετά από 50 χρόνια».
Μία φράση που καταφέρνει με θαυμαστή οικονομία λόγου να είναι ταυτόχρονα:
— σεξιστική
— αμυντική
— και έμμεση παραδοχή ότι, ναι, το σύστημα είναι 50 χρόνων.
Σαν να μας λέει: «Μα καλά, τόσα χρόνια έτσι το κάναμε, γιατί να αλλάξει τώρα; Και μάλιστα από γυναίκα;»
Αν αυτό δεν είναι ο ορισμός του προβλήματος, τότε ποιος είναι;
Η αλήθεια είναι απλή και άβολη:
κανένα σύστημα δεν βελτιώνεται όταν αυτοαξιολογείται.
Κανένας θεσμός δεν εξελίσσεται όταν φοβάται την αλλαγή.
Και καμία κοινωνία δεν προχωρά όταν αντιμετωπίζει την αξιολόγηση ως προσβολή.
Αν ένα σύστημα αντέχει 50 χρόνια χωρίς να αλλάξει, δεν είναι σταθερό. Είναι στάσιμο.
Ο Παπα – Ράτσης



















