Μία διεθνής ομάδα ερευνητών μελέτησαν τις μούμιες παιδιών από την αρχαία Αίγυπτο, χρησιμοποιώντας αξονικές τομογραφίες και αποκάλυψαν πως μία συγκεκριμένη ασθένεια ήταν αρκετά κοινή εκείνη την εποχή. Μελετώντας μούμιες παιδιών από διάφορα μουσεία της Ευρώπης, διαπίστωσαν πως το 1/3 αυτών έπασχε από αναιμία.
Η μελέτη μας είναι η πρώτη που παραδίδει ραδιολογικά δεδομένα όχι μόνο από το κρανίο αλλά και από τα οστά του προσώπου.
Η αναιμία είναι μία κατάσταση στην οποία το σώμα δεν έχει αρκετά υγιή ερυθρά αιμοσφαίρια για να μεταφέρει οξυγόνο στους ιστούς του σώματος. Φαίνεται λοιπόν πως η αναιμία ήταν αρκετά συχνή στην αρχαία Αίγυπτο και οφειλόταν μάλλον στον υποσιτισμό, στις παρασιτικές μολύνσεις και στις γενετικές διαταραχές. Μάλιστα, είναι πιθανότερο να βρεθούν σημάδια αναιμίας σε μούμιες παιδιών από ότι σε μούμιες ενηλίκων, λόγω του πρόωρου θανάτου τους.
Το κατά πόσο η αναιμία μπορεί να έπαιξε ρόλο στο θάνατο κάθε παιδιού που εξετάστηκε, δεν μπορεί να διαπιστωθεί από τις αξονικές τομογραφίες, αλλά οι επιστήμονες πιστεύουν πως σίγουρα συνέβαλε σε αυτό. Οι ερευνητές μελέτησαν τα οστά από τις μούμιες, τα οποία μπορούν να προσφέρουν αποδείξεις ύπαρξης αναιμίας, επειδή ο μυελός των οστών είναι αυτός που παράγει τα ερυθρά αιμοσφαίρια.
Η χρόνια αιμολυτική αναιμία και η αναιμία από έλλειψη σιδήρου συνήθως συνοδεύονται από μία μεγέθυνση της περιοχής του κρανίου που στεγάζει τον εγκέφαλο, ενώ υπάρχουν και δείκτες όπως αλλαγές στο σχήμα των οστών.
Η ομάδα βρήκε πως από τις 21 μούμιες παιδιών από γερμανικά, ιταλικά και ελβετικά μουσεία, οι 7 είχαν μετρήσιμα σημάδια αναιμίας. Οι μούμιες των παιδιών κυμαίνονταν σε ηλικίες από 1 έως 14 ετών όταν πέθαναν, ενώ έζησαν σε διαφορετικές χρονικές περιόδους.
Η χρονολογικά παλαιότερη μούμια φτάνει μέχρι το 2686 π.Χ., ενώ οι περισσότερες αφορούν την Πτολεμαϊκή και Ρωμαϊκή περίοδο από το 332 π.Χ. έως το 395 μ.Χ. Ο σκοπός της έρευνας ήταν να εκτιμήσουμε την επικράτηση της αναιμίας στις αρχαίες αιγυπτιακές μούμιες παιδιών και να προσφέρουμε μετρήσιμα δεδομένα για μελλοντικές μελέτες.
Η μελέτη δημοσιεύθηκε στο International Journal of Osteoarchaeology.
Πηγή: Unboxholics.com