ΛΟΝΔΙΝΟ. Βακτήρια που εντοπίσθηκαν σε νοσοκομεία της Βρετανίας αποδείχθηκαν ανθεκτικά σε χλωρινούχα καθαριστικά υλικά. Τα βακτήρια αυτά είναι ικανά να προκαλέσουν θανατηφόρες μολύνσεις. Η επιστημονική ομάδα του Πανεπιστημίου του Μπρίστολ πίσω από την ανησυχητική μελέτη αναφέρει ότι τα νοσηλευτικά ιδρύματα πρέπει επειγόντως να εκπονήσουν νέους κανόνες απολύμανσης. Το βακτήριο Clostridium difficile, γνωστό και ως C diff, συναντάται στο ανθρώπινο πεπτικό σύστημα. Παρότι μπορεί να συνυπάρχει μαζί με άλλα βακτήρια χωρίς να δημιουργεί προβλήματα στον ξενιστή του, διαταραχή της χλωρίδας του εντέρου μπορεί να επιτρέψει στο C diff να ακμάσει, οδηγώντας σε εντερικά προβλήματα, όπως διάρροια ή κολίτιδα.
Στη χειρότερη μορφή της, μια λοίμωξη με C diff μπορεί να προκαλέσει τον θάνατο, με 1.910 ανθρώπους να έχουν πεθάνει στην Αγγλία την περίοδο 2021-22 από τέτοια μόλυνση. Πιο ευάλωτοι στη μόλυνση από C diff είναι οι άνω των 65 ετών, όσοι νοσηλεύονται σε νοσοκομεία, άνθρωποι με προβλήματα στο ανοσοποιητικό σύστημα και όσοι λαμβάνουν αντιβιοτικά.
Σύμφωνα με τις συστάσεις του βρετανικού εθνικού συστήματος υγείας από το 2019, τα καθαριστικά υγρά που περιέχουν χλωρίνη σε ποσοστό τουλάχιστον 1.000 ppm (μέρη ανά εκατομμύριο) θα πρέπει να χρησιμοποιούνται για την αντιμετώπιση μολυσματικών παραγόντων, όπως το C diff.
Η υπερβολική χρήση βιοκτόνων έχει ενισχύσει ορισμένα μικρόβια, τονίζει η δρ Τίνα Γιόσι του Πανεπιστημίου του Μπρίστολ.
Οι ερευνητές του Πανεπιστημίου του Μπρίστολ, όμως, επιμένουν ότι το διάλυμα αυτό δεν είναι αποτελεσματικό για την εξουδετέρωση του επικίνδυνου βακτηρίου, με τα πειράματά τους να δείχνουν ότι ακόμη και σε μεγάλη συγκέντρωση το υποχλωριώδες νάτριο, η πιο κοινή μορφή καθαριστικού χλωρίου, δεν υπερτερεί σε τίποτα συγκριτικά με το νερό. «Η μικροβιακή αντίσταση αυξάνεται. Ο κόσμος πρέπει να αναγνωρίσει ότι η υπερβολική χρήση βιοκτόνων κάνει ορισμένα μικρόβια ανθεκτικά. Αυτό έχουμε δει χωρίς αμφιβολία με τη χλωρίνη και το C diff», λέει η δρ Τίνα Γιόσι του Πανεπιστημίου του Μπρίστολ. Παρότι οι χημικές ουσίες με βάση τη χλωρίνη ήταν κάποτε αποτελεσματικές στην εξόντωση τέτοιων βακτηρίων, αυτό δεν συμβαίνει πια, σημειώνει η συντάκτρια της μελέτης, που δημοσιεύθηκε στην επιστημονική επιθεώρηση Microbiology, σύμφωνα με την εφημερίδα The Guardian.
Η ομάδα της δρος Γιόσι εξέθεσε δείγματα από τρία διαφορετικά στελέχη C diff σε τρία διαλύματα διαφορετικής περιεκτικότητας σε χλωρίνη υποχλωριώδους νατρίου, από 1.000 έως και 10.000 ppm. Τα δείγματα έμειναν στάσιμα για δέκα λεπτά, προτού προστεθεί βάση στη χλωρίνη. Οι ερευνητές προσπάθησαν αμέσως μετά να καλλιεργήσουν τα δείγματα στο εργαστήριο και συνέκριναν τα αποτελέσματα.
Το πείραμα έδειξε ότι τα δείγματα από τα τρία στελέχη C diff είχαν επιβιώσει από την εμβάπτισή τους σε χλωρίνη, ακόμη και στο διάλυμα των 10.000 ppm, χωρίς να παρατηρηθεί μείωση της ικανότητάς τους να πολλαπλασιάζονται. Αντιθέτως, η μελέτη των δειγμάτων στο μικροσκόπιο έδειξε ότι δεν υπέστησαν αλλοίωση αφού πέρασαν μέσα από το χλώριο. Οι ερευνητές δοκίμασαν επίσης να τοποθετήσουν δείγματα C diff σε μικρά κομμάτια ύφασμα από χειρουργικές ποδιές και πιτζάμες ασθενών, προκειμένου να διαπιστώσουν αν μπορούσαν να μεταπηδήσουν σε επιφάνειες του εργαστηρίου. Η ομάδα διαπίστωσε ότι τα δείγματα παρέμειναν στα υφάσματα και δεν εξοντώθηκαν από το χλώριο, ανεξάρτητα από την πυκνότητα του διαλύματος. Η δρ Γιόσι επισημαίνει πως τα νοσοκομειακά υφάσματα αποτελούν δεξαμενές μετάδοσης.
«Η χλωρίνη δεν είναι πια αποτελεσματική. Αυτό βλέπουμε όταν προσπαθούμε να απολυμάνουμε πολλά είδη επιφανειών», καταλήγει η δρ Γιόσι.
Πηγή: kathimerini.gr