Από τις δεκάδες ορμόνες που υπάρχουν στο ανθρώπινο σώμα, η ωκυτοκίνη ίσως αποδειχθεί η πιο υπερεκτιμημένη, χάρη σε μία ανατρεπτική έρευνα.
Συνδεδεμένη με τις απολαύσεις του ρομαντισμού, του οργασμού, της φιλανθρωπίας και πολλών άλλων, η χημική ουσία έχει χαρακτηριστεί πολλάκις ως η «ορμόνη της αγκαλιάς», το «ηθικό χημικό μόριο», ακόμη και «η πηγή της αγάπης και της ευημερίας».
Εχει εμπνεύσει ευπώλητα βιβλία και ομιλίες στο TED Talks. Επιστήμονες και συγγραφείς έχουν επανειλημμένως υποστηρίξει ότι το απλό ψέκασμα της ουσίας στα ρουθούνια μας μπορεί να «ενσταλάξει» συμπόνια και γενναιοδωρία.
«Αλλά τα περισσότερα από όσα λέγονται για την ορμόνη είναι, στην καλύτερη περίπτωση, υπερβολές» σχολιάζει το περιοδικό Atlantic, που, με αφορμή την έρευνα, επικοινώνησε με αρκετούς νευροεπιστήμονες.
Χημεία «των άκρων»
Εδώ και δεκαετίες, μεγάλες έρευνες είχαν καταδείξει ότι το ευπροσάρμοστο χημικό μόριο μπορεί σε κάποιες περιπτώσεις να πυροδοτήσει εγκάρδια συναισθήματα σε πολλά ζώα: προθυμία για συνεργασία στις σουρικάτες, μονογαμία σε τρωκτικά, επιθυμία για γονική φροντίδα σε μαϊμούδες και πρόβατα. Ομως, υπό άλλες συνθήκες, η ωκυτοκίνη συνδέεται και με εντελώς διαφορετικές καταστάσεις σε πολλά πλάσματα – από τρωκτικά έως ανθρώπους: με την επίθεση και τον φόβο.
Τώρα, ερευνητές διαπιστώνουν πως η ωκυτοκίνη όχι μόνο είναι (μάλλον) ανεπαρκής για τη δημιουργία ισχυρών δεσμών, αλλά ίσως ακόμα είναι και περιττή: μια γενετική μελέτη υποδεικνύει ότι μια κατηγορία τρωκτικών (prairie voles) μπορούν να ζευγαρώσουν με μόνιμο σύντροφο χωρίς τη βοήθειά της.
Η αποκάλυψη αυτή θα μπορούσε να κλονίσει συθέμελα ένα ολόκληρο πεδίο της νευροεπιστήμης, ωθώντας τους επιστήμονες να επανεξετάσουν ορισμένα από τα παλαιότερα δεδομένα που κάποτε αναδείκνυαν την ωκυτοκίνη στο ]Α και το Ω» για τη στοργή στα ζώα. Οι αγκαλιές, όμως, όπως αποδεικνύεται, μπορούν πιθανώς να είναι σφιχτές και χωρίς την ορμόνη της αγκαλιάς – «ακόμη και στα πλάσματα που αγκαλιάζονται πιο πολύ από όλα» γράφει το Atlantic.
Τα δεδομένα που έχουν συγκεντρωθεί από μελέτες της ορμόνης σε ανθρώπους είναι σε ορισμένες περιπτώσεις περιπλεγμένα και ασυνεπή, αλλά τα αποτελέσματα από μελέτες στα μικρά τρωκτικά των μεσοδυτικών ΗΠΑ θεωρούνται ακλόνητα. Τα ζώα αυτά είναι διάσημα ως ένα από τα λίγα είδη θηλαστικών που ζευγαρώνουν διατηρώντας μονογαμικές σχέσεις σε όλη τους τη ζωή και ανατρέφουν από κοινού τα μικρά τους.
Για πολλές δεκαετίες και σε διάφορες γεωγραφικές περιοχές, ερευνητές κατέγραφαν πώς τα τρωκτικά αυτά αγκαλιάζονταν στις φωλιές τους, παρηγορούσαν το ένα το άλλο όταν ήταν αγχωμένα, και απωθούσαν άλλα τρωκτικά όταν επιχειρούσαν να εισβάλουν στις οικογένειές τους. Και κάθε φορά οι επιστήμονες ανίχνευαν την ωκυτοκίνη, λέει η Σου Κάρτερ, συμπεριφορική νευροβιολόγος που πρωτοστάτησε σε μερικές από τις πρώτες μελέτες για τους δεσμούς αυτών των ζώων.
Κάπως έτσι, η δράση της ωκυτοκίνης είχε μετατραπεί σε δόγμα, μέχρι που μια διαφορετική έρευνα ανέτρεψε τα δεδομένα.
Η έρευνα
Πριν από περίπου μία δεκαετία ο Νίραο Σα, νευρογενετιστής και ψυχίατρος στο Στάνφορντ, και οι συνεργάτες του, αποφάσισαν να αποκόψουν τον υποδοχέα της ωκυτοκίνης από τρωκτικά αυτού του είδους χρησιμοποιώντας μια γενετική τεχνική που ονομάζεται CRISPR
Αν οι χειρισμοί της ομάδας ήταν σωστοί, σκεφτόταν τότε ο Σα, θα γεννιόταν μια ομάδα τρωκτικών στα οποία δεν θα επιδρούσε η ωκυτοκίνη και, ως εκ τούτου, αυτά τα πλάσματα δεν ήταν πιστά στους συντρόφους τους ούτε θα ενδιαφέρονταν για τα μικρά τους, αποδεικνύοντας έτσι ότι η τεχνική CRISPR είχε εφαρμοστεί αποτελεσματικά.
Ομως δεν συνέβη αυτό που περίμεναν. Τα τρωκτικά κούρνιαζαν με τις οικογένειές τους σαν να μην είχε αλλάξει τίποτα. Το εύρημα ήταν τόσο αναπάντεχο που η ομάδα αναρωτήθηκε αν είχε κάνει κάποιον λάθος χειρισμό. «Θυμάμαι καθαρά ότι καθόμουν και σκεφτόμουν: για μισό λεπτό, πώς γίνεται να μην υπάρχει διαφορά;» περιγράφει η Κρίστεν Μπερέντζεν, νευροβιολόγος και ψυχίατρος στο Πανεπιστήμιο UC San Francisco και από τους επικεφαλής της μελέτης. Αλλά όταν τρεις διαφορετικές ομάδες ερευνητών επανέλαβαν το πείραμα, τα αποτελέσματα συμφώνησαν με την παρατήρηση της πρώτης ομάδας.
Μία ικανοποιητική εξήγηση για την ανατροπή ερευνών δεκαετιών ακόμα δεν έχει δοθεί. Ισως η ωκυτοκίνη μπορεί να προσκολληθεί σε περισσότερους από έναν υποδοχείς ορμονών -κάτι που ορισμένες μελέτες έχουν υποδείξει τα προηγούμενα χρόνια, λέει η Κάρτερ. Αλλά ορισμένοι ερευνητές, ανάμεσά τους και ο Λάρι Γιανγκ, του Πανεπιστημίου Emory, έχουν μια εναλλακτική, πιο ριζοσπαστική θεωρία: Ισως, η έλλειψη του υποδοχέα της ωκυτοκίνης να αναγκάζει τον εγκέφαλο να χαράξει έναν «εναλλακτικό δρόμο προς τη στοργή».
Πολλοί ερμηνεύουν τη μελέτη ως ακόμη ένα πλήγμα στον μύθο της ωκυτοκίνης. Αλλά ορισμένοι ερευνητές πιστεύουν ότι τα αποτελέσματα αποκαλύπτουν κάτι ακόμα πιο βαθύ: «Αυτό μας δείχνει πόσο σημαντική είναι η δημιουργία δεσμών» λέει η Κάρτερ – για ποντίκια στα λιβάδια, αλλά ενδεχομένως και για εμάς.
Για τα κοινωνικά θηλαστικά, η συντροφικότητα δεν είναι απλώς μια συναισθηματική παράμετρος. Είναι ένα ουσιαστικό στοιχείο για τη δημιουργία κοινοτήτων, την επιβίωση μετά την παιδική ηλικία και τη διασφάλιση πως οι μελλοντικές γενιές θα μπορούν να κάνουν το ίδιο.
«Αυτές είναι από τις πιο σημαντικές σχέσεις που μπορεί να έχει οποιοδήποτε θηλαστικό», λέει η Μπιάνκα Τζόουνς Μάρλιν, νευροεπιστήμονας στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια. Οταν η ωκυτοκίνη είναι διαθέσιμη, πιθανότατα ωθεί αυτή την οικειότητα. Και όταν λείπει; Ο ψυχίατρος και νευροεπιστήμονας Ντεβανάντ Μανόλι, του Πανεπιστημίου του Σαν Φρανσίσκο, έχει μια πιθανή απάντηση: η εξέλιξη ίσως φροντίζει να αναπληρώσει το κενό ώστε να μην «αποτυγχάνει με την πρώτη», ένα τόσο κρίσιμο χαρακτηριστικό για τις ζωές των θηλαστικών.
Πηγή Atlantic