Πώς επηρέασε λοιπόν η πανδημία τη σχέση μας με τον χρόνο και ποιες θα μπορούσαν να είναι οι επιπτώσεις αυτής της αλλαγής στην ψυχική μας υγεία;
Δείκτες ρολογιών ως… «δείκτες» ψυχικής κατάστασης
«Η πανδημία είχε ως αποτέλεσμα πολλοί άνθρωποι στον κόσμο να αποκτήσουν μια διαστρεβλωμένη αντίληψη του χρόνου», λέει στην «Κ» η Δρ Ρουθ Όγκντεν από το τμήμα Ψυχολογίας του John Moores University στο Λίβερπουλ.
«Μελέτες που διεξήχθησαν μεταξύ άλλων στο Ηνωμένο Βασίλειο, το Ιράκ, την Αργεντινή και τη Γερμανία, δείχνουν ότι η συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων αισθανόταν πως ο χρόνος περνούσε με διαφορετικό ρυθμό κατά τη διάρκεια της [πιο κρίσιμης φάσης] της πανδημίας παρά πριν από αυτήν», εξηγεί η ίδια.
Η βασική διαφορά, σύμφωνα με την καθηγήτρια, είναι ότι οι άνθρωποι που αισθάνονταν καλύτερα ή διαχειρίζονταν πιο εύκολα την κατάσταση που επικρατούσε κατά τη διάρκεια της πανδημίας, αισθάνονταν ότι ο χρόνος περνούσε γρηγορότερα. Στον αντίποδα, εκείνοι που ένιωθαν πως η ώρα περνούσε πολύ πιο αργά, ήταν και εκείνοι που σε γενικές γραμμές δυσκολεύτηκαν περισσότερο και που βρίσκονταν σε πιο κακή ψυχολογική κατάσταση.
Αυτές οι μεταβολές στην αίσθηση του χρόνου ήταν εμφανείς και μετά την κρίσιμη φάση της πανδημίας, τονίζει η Δρ Όγκντεν. «Έναν χρόνο μετά το lockdown στο Ηνωμένο Βασίλειο, η πλειοψηφία των συμμετεχόντων σε έρευνα αισθάνονταν ότι η πανδημία είχε διαρκέσει περισσότερο από ό,τι στην πραγματικότητα».
Ακαδημαϊκή έρευνα και με τη συμμετοχή της Ελλάδας
Στο πλαίσιο του αυξημένου ακαδημαϊκού ενδιαφέροντος που παρατηρείται σε ό,τι αφορά στη σχέση της πανδημίας και του χρόνου, εντάσσεται και το «Blursday Database», μια βάση δεδομένων που συγκεντρώνει αποτελέσματα ερευνών από εννέα χώρες – μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα – με 2.800 συμμετέχοντες, οι οποίοι ρωτήθηκαν για τη σχέση τους με τον χρόνο κατά τη διάρκεια της πανδημίας.
«Η μελέτη αποτελείται από ερωτηματολόγια και πειράματα», λέει στην «Κ» η κ. Αργυρώ Βατάκη, καθηγήτρια στο τμήμα Ψυχολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου και μία εκ των ερευνητών. Όπως διευκρινίζει, τα περισσότερα δεδομένα συγκεντρώθηκαν στη διάρκεια του πρώτου lockdown και μόλις βγήκαμε από αυτό. Μεταξύ άλλων, οι συμμετέχοντες στη μελέτη κλήθηκαν να ακούσουν έναν ήχο ή να δεχτούν ένα οπτικό ερέθισμα και στη συνέχεια να πατήσουν παρατεταμένα ένα πλήκτρο για όσο χρόνο είχαν την αίσθηση ότι διήρκεσαν αυτά. Αυτό που διαπίστωσαν, λοιπόν, οι ερευνητές ήταν ότι η διάρκεια μπορεί να διέφερε αναλόγως αν βρισκόταν κάποιος εντός ή εκτός lockdown.
Στόχος ήταν, όπως εξηγεί η κ. Βατάκη, να δούμε «πώς αλλοιώνεται ο χρονισμός σε συνάρτηση με μια σειρά από άλλα πράγματα, όπως η γνωστική ικανότητα, η νοητική κατάσταση, το αν είναι κάποιος καλά ψυχολογικά ή όχι και πώς συνδέονται όλα αυτά μακροπρόθεσμα με την ευεξία του ατόμου».
Αξίζει να σημειωθεί ότι τα συμπεράσματα της εν λόγω μελέτης έρχονται να επιβεβαιώσουν τα ευρήματα προηγούμενων ερευνών που δείχνουν πως η αίσθηση του χρόνου σχετιζόταν με την ψυχική κατάσταση των ατόμων κατά τη διάρκεια των lockdown.
«Φάνηκαν κάποια συγκεκριμένα μοτίβα, τα οποία επαλήθευσαν προηγούμενα papers», τονίζει η κ. Βατάκη. «Τα βασικά συμπεράσματα από την πρώτη γενική ανάλυση ήταν ότι αν κάποιος αισθανόταν μόνος, το πέρασμα του χρόνου φάνταζε πιο αργό, κάτι που προκαλούσε ανία και δυσφορία. Επίσης, το πόσο κοντινό φαινόταν το παρελθόν ή το μέλλον είχε επίσης αλλοιωθεί κατά τη διάρκεια του lockdown, ιδιαίτερα για όσους ήταν απομονωμένοι. Συνήθως ασθενείς με κατάθλιψη βιώνουν ένα αργό πέρασμα του χρόνου, άρα η αίσθηση ότι ο χρόνος περνάει αργά δεν είναι απαραίτητα καλό πράγμα».
Η αξία του χρόνου και η «πληγή» των lockdown
Πέρα από τις αρνητικές επιπτώσεις στην ψυχική μας υγεία, το νέο «κεφάλαιο» που εγκαινίασε η πανδημία σε ό,τι αφορά στη σχέση μας με τον χρόνο, φαίνεται να έχει και μια επωφελή πλευρά.
«Η πανδημία έκανε τους ανθρώπους να συνειδητοποιήσουν σε μεγαλύτερο βαθμό την αξία του χρόνου», σημειώνει η Δρ Όγκντεν. «Για παράδειγμα, πολλοί άνθρωποι δεν προτίθενται πλέον να χάνουν τον χρόνο τους σε δουλειές που δεν τους αρέσουν – αντ’ αυτού βλέπουμε άτομα που δίνουν μεγαλύτερη έμφαση στον πραγματικά ποιοτικό χρόνο και την αξιοποίησή του για την προσωπική τους ευημερία».
Παρ’ όλα αυτά, επισημαίνει η Δρ Όγκντεν, η «τεχνητή επιμήκυνση» του χρόνου, την οποία βίωσαν τα άτομα που αισθάνονταν στρες και μοναξιά κατά τη διάρκεια των lockdown, ίσως να έχει σοβαρές συνέπειες στη ικανότητά τους να επανέλθουν στην «κανονικότητα» μετά την πανδημία.
«Από τη μέχρι στιγμής έρευνα οι ενδείξεις δεν είναι θετικές, φαίνεται πως η ψυχική υγεία επηρεάστηκε σημαντικά από τα lockdown και για αυτό το εν λόγω ζήτημα θα πρέπει να παραμείνει στο προσκήνιο», τονίζει από την πλευρά της η κ. Βατάκη.
Το «καυτό θέμα» της δεκαετίας
Όσο σοβαρές και αν ήταν, πάντως, οι επιπτώσεις των lockdown στον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τον χρόνο, είναι εμφανές ότι θα μπορούσαν να αποτελέσουν άλλο ένα χρήσιμο μάθημα σε ό,τι αφορά τη διαφύλαξη της ψυχικής μας υγείας.
Σε ακαδημαϊκό επίπεδο, οι μελέτες επιταχύνονται στο συγκεκριμένο πεδίο και, όπως μάλιστα αναφέρει, η Δρ Όγκντεν «ο χρόνος αποτελεί το καυτό θέμα της δεκαετίας», με το ενδιαφέρον να επεκτείνεται στα ΜΜΕ αλλά και στο ευρύ κοινό.
«Ως αποτέλεσμα, βλέπουμε προόδους σε ό,τι αφορά την κατανόηση του τρόπου που βιώνουμε τον χρόνο στην καθημερινότητά μας», αναφέρει η καθηγήτρια.
«Ο χρονισμός είναι μια έννοια που είναι συνδεδεμένη με την ψυχική υγεία και με τις γνωστικές δεξιότητες του ατόμου», λέει η κ. Βατάκη. «Συνδέεται με τη μνήμη, την προσοχή μας, την ικανότητά μας να πάρουμε αποφάσεις καθώς και με το κατά πόσο αισθανόμαστε μόνοι, χαρούμενοι, λυπημένοι κτλ».
Όπως τονίζει η ίδια, μέσα στο lockdown βιώσαμε μια διαφορετικότητα. «Το θέμα είναι εάν αυτή θα παραμείνει ή εάν ήταν απλώς μια προσαρμογή του συστήματός μας και θα υποχωρήσει καθώς επιστρέφουμε στους παλαιότερους ρυθμούς».
«Αναμένουμε να δούμε ποια θα είναι η εικόνα που θα επικρατήσει στη μετά-Covid εποχή», καταλήγει και διευκρινίζει ότι πλέον στόχος είναι να μελετηθούν οι όποιες επιπτώσεις στην καθημερινότητά μας.
Πηγή: kathimerini.gr