«Αυτό το φάρµακο έχει τις δυνατότητες να εξελιχθεί σε εμπορικό… μπλοκμπάστερ, με την προϋπόθεση ότι το CMS (σ.σ. το κρατικό συμβούλιο που αποφασίζει για την αποζημίωση φαρμάκων από το Medicare, το οποίο καλύπτει τα έξοδα για την ιατρική περίθαλψη των άνω των 65 ετών ασφαλισμένων στις ΗΠΑ) θα πειστεί να το πληρώνει», έγραφε στις αρχές Ιανουαρίου ο Ανταμ Φοϊερστάιν, ειδικός σε θέματα βιοτεχνολογίας, στον ιστότοπο STAT. Το φάρμακο στο οποίο αναφερόταν ήταν το Leqembi, για την αντιμετώπιση του Αλτσχάιμερ, που μόλις είχε εξασφαλίσει επείγουσα έγκριση από τον αμερικανικό Οργανισμό Τροφίμων και Φαρμάκων (FDA). Αρχικά το γνωρίσαμε ως lecanemab (με την επιστημονική ονομασία του) και αποτελεί καρπό της συνεργασίας μεταξύ της ιαπωνικής εταιρείας Eisai και της αμερικανικής Biogen. Από εδώ και στο εξής θα φανεί αν η πρόβλεψη του Αμερικανού δημοσιογράφου θα επαληθευτεί, αφού το Leqembi μόλις την περασμένη Πέμπτη έλαβε την τελική αδειοδότηση του FDA, όπως και το πράσινο φως του Medicare, που το περιλαμβάνει στα σκευάσματα που πληρώνει (σε ποσοστό 80%) για τους ασφαλισμένους του.
Η είδηση προκαλεί αισιοδοξία σε εκατομμύρια ασθενείς και στις οικογένειές τους. Το Leqembi είναι ένα αντίσωμα το οποίο στοχεύει στις κολλώδεις τοξικές πλάκες της πρωτεΐνης βήτα αμυλοειδούς, που συσσωρεύονται στον εγκέφαλο των ατόμων με Αλτσχάιμερ καταστρέφοντας σταδιακά ζωτικά κύτταρα των νευρώνων τους και κατ’ επέκταση τις μνημονικές και γνωστικές λειτουργίες τους. Στην πλειονότητα των ασθενών στους οποίους χορηγήθηκε το φάρμακο, οι εγκεφαλικές πλάκες «καθάρισαν» εντελώς και η εξέλιξη της νόσου επιβραδύνθηκε κατά μέσον όρο σε όλους τους ασθενείς.
Ταυτόχρονα, η έγκριση και κυκλοφορία του αποτελεί μεγάλη επιτυχία και για την Biogen και για τον Ελληνα Στέλιο Παπαδόπουλο, μέχρι πρότινος πρόεδρο του διοικητικού συμβουλίου της. Εστίασαν στην έρευνα για το Αλτσχάιμερ, επένδυσαν τεράστια ποσά για την έρευνα και τις κλινικές μελέτες, δεν πτοήθηκαν από τις δυσκολίες, τις ανατροπές, ακόμη και τις αποτυχίες (όπως με το Aducanumab, που βρήκε μπροστά του τον «τοίχο» του CMS, το οποίο αρνήθηκε να καλύψει το κόστος του), και επέμειναν. Οι στρατηγικές επιλογές τους δικαιώνονται.
Από τη Χαλκιδική, όπου βρίσκεται για τις διακοπές του, ο Θεσσαλονικιός «πατριάρχης της βιοτεχνολογίας» (ξέρω πως έχει βαρεθεί να το ακούει, αλλά αυτός ο τίτλος, δοσμένος από τον ίδιο τον κλάδο της βιοτεχνολογίας, αναπόφευκτα τον ακολουθεί πια) δεν κρύβει την ικανοποίησή του. «Ολα τα δεδομένα της κλινικής μελέτης σταδίου 3 δείχνουν ότι το Leqembi έχει πολύ καλύτερα αποτελέσματα καθώς και λιγότερες και ηπιότερες παρενέργειες σε σχέση με το δικό μας Aducanumab και το Donanemab της Eli Lilly. Αυτό είναι πιθανόν να οφείλεται έως ένα βαθμό και στον τρόπο χορήγησής του: μέσω ενδοφλέβιας έγχυσης κάθε δύο εβδομάδες. Δεν θεραπεύει το Αλτσχάιμερ, δεν το σταματά, αλλά το καθυστερεί, βάζει τροχοπέδη στη φθίνουσα πορεία κι αυτό είναι εξαιρετικά σημαντικό», τονίζει. «Ενδείκνυται για άτομα σε πρώιμη φάση της νόσου με αμυλοειδές στον εγκέφαλο. Στους δεκαοκτώ μήνες λήψης του το αμυλοειδές εξαφανίστηκε σχεδόν από όλους τους ασθενείς. Σε επίπεδο συμπτωμάτων, υπήρχε επιβράδυνση κατά 27% στην εξέλιξη του Αλτσχάιμερ».
Τα βαριά περιστατικά
Αυτό σημαίνει ότι δεν θα είχε αποτέλεσμα σε πιο βαριά περιστατικά; «Το πιστεύουμε, όμως δεν αποκλείεται να κάνουμε λάθος. Τα πρώτα φάρμακα της συγκεκριμένης κατηγορίας, πριν από μία και πλέον δεκαετία, είχαν δοκιμαστεί σε ασθενείς σε προχωρημένο στάδιο και απέτυχαν. Αυτό μας έκανε να αλλάξουμε προσανατολισμό. Να κάνουμε κάτι για να προλάβουμε, να σώσουμε ό,τι μπορεί να σωθεί, σκεφτήκαμε. Βέβαια, μέσα στα χρόνια τα φάρμακα έχουν βελτιωθεί κατά πολύ, πιθανότατα θα βοηθούν και σε άλλες περιπτώσεις. Μένει να διαπιστωθεί μέσα από μελέτες που θα γίνουν στο μέλλον», επισημαίνει ο Στέλιος Παπαδόπουλος.
Στην πλειονότητα των ασθενών στους οποίους χορηγήθηκε το φάρμακο, οι εγκεφαλικές πλάκες «καθάρισαν» εντελώς και η εξέλιξη της νόσου επιβραδύνθηκε.
Του ζητώ να εστιάσουμε στις παρενέργειες του Leqembi. «Η βασική είναι αυτό που αποκαλείται Amyloid-related imaging abnormalities (ARIA): αλλαγή στην αρχιτεκτονική του εγκεφάλου, που διαπιστώνεται μέσω μαγνητικής τομογραφίας. Ακόμη και σε αυτή την περίπτωση, όμως, δεν είχαν όλοι οι ασθενείς συμπτώματα. Επίσης παρατηρήθηκαν κάποια αιμορραγικά εγκεφαλικά επεισόδια, γι’ αυτό και η σύσταση προς τους γιατρούς είναι να παρακολουθούνται στενά οι ασθενείς που το λαμβάνουν».
Το κόστος του νέου φαρμάκου ανέρχεται σε 26.500 δολάρια ετησίως. «Η τιμή του δεν είναι υψηλή αν αναλογιστεί κανείς ότι τα καινοτόμα φάρμακα έχουν πίσω τους τεράστιες επενδύσεις για την έρευνα και την ανάπτυξή τους», εξηγεί ο Στέλιος Παπαδόπουλος. Υπάρχει και μια άλλη παράμετρος: Σύμφωνα με μελέτη που εκπονήθηκε από το Πανεπιστήμιο του Σικάγου, το αμερικανικό σύστημα υγείας θα μπορούσε να εξοικονομήσει από 300 δισ. έως 1,8 τρισ. δολάρια, συνολικά, εάν περισσότεροι άνθρωποι με Αλτσχάιμερ λάμβαναν εγκαίρως θεραπεία με φάρμακα όπως το Leqembi, που μπορούν να «φρενάρουν» την εξέλιξη της νόσου.
Πότε θα έρθει στην Ευρώπη
Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη του Πανεπιστημίου Αθηνών σε συνεργασία με την Εταιρεία Αλτσχάιμερ, στη χώρα μας υπάρχουν σήμερα 160.000 ασθενείς και 280.000 άτομα σε πρώιμο στάδιο της ασθένειας. Θα δούμε το φάρμακο να κυκλοφορεί σύντομα και στην Ευρώπη; «Οι διαδικασίες αδειοδότησής του και από τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Φαρμάκων (EMA) έχουν ξεκινήσει. Πιθανότατα λοιπόν να κυκλοφορήσει μέσα στο 2024».
Κάπως έτσι καταγράφεται μια κερδισμένη μάχη στον πόλεμο με το Αλτσχάιμερ, ο οποίος συνεχίζεται με αμείωτη ένταση. Τι κάνει τόσο δύσκολη την αντιμετώπιση της συγκεκριμένης ασθένειας; «Πέρα από το γεγονός ότι εμφανίζεται σε διάφορες ηλικίες, ακόμη και στα πενήντα ή και νωρίτερα, δυστυχώς δεν έχουμε στα χέρια μας επαρκή διαγνωστικά εργαλεία. Με μια μαγνητική τομογραφία κανείς δεν μπορεί να διαγνωστεί με σιγουριά. Αρκετοί ασθενείς, όπως φαίνεται στο pet scan, παρουσιάζουν εναπόθεση βήτα αμυλοειδούς στον εγκέφαλό τους αλλά δεν έχουν απολύτως κανένα σύμπτωμα. Επίσης, δεν υπάρχουν αξιόπιστες βιοχημικές εξετάσεις αίματος που να το εντοπίζουν, όπως συμβαίνει με τις λοιμώξεις ή με τους καρκινικούς δείκτες. Και κάτι ακόμη: όσο οι άνθρωποι μεγαλώνουμε και όσο ταλαιπωρούμε το μυαλό μας με τη συνήθη πολυδιάσπαση, λίγο ή πολύ ξεχνάμε. Το ότι δεν θυμόμαστε πού έχουμε αφήσει τα κλειδιά του αυτοκινήτου, για παράδειγμα, δεν σημαίνει ότι έχουμε Αλτσχάιμερ», διευκρινίζει ο κ. Παπαδόπουλος, που πριν από μερικές εβδομάδες αποχώρησε από το Δ.Σ. της εταιρείας την οποία, όπως βεβαιώνουν οι συνάδελφοί του στον χώρο, «ανέστησε».
«Η έγκριση του Leqembi είναι το αποχαιρετιστήριο δώρο σας στην Biogen;» τον ρωτώ. Γελάει. «Ηταν ένας μαραθώνιος και χαίρομαι που ολοκληρώθηκε με επιτυχία. Η Biogen ήταν ένα πολύ μεγάλο κομμάτι στην πορεία μου. Φέραμε στην αγορά σημαντικά φάρμακα, όπως το Tecfidera για τη σκλήρυνση κατά πλάκας, το Spinraza για τη νωτιαία μυϊκή ατροφία και το Tofersen για τη αμυοτροφική πλευρική σκλήρυνση. Κερδίσαμε τον σεβασμό των άλλων εταιρειών του χώρου για το γεγονός ότι είχαμε το κουράγιο και την επιμονή να αντιμετωπίσουμε δύσκολα και πολύπλοκα επιστημονικά προβλήματα για σοβαρές ασθένειες – και το ότι βρήκαμε πρωτοποριακές λύσεις σώζοντας ζωές. Ας κρατήσουμε αυτόν τον επίλογο».
Διατροφή, διάβασμα, άσκηση και ύπνος
Η νόσος Αλτσχάιμερ αποτελεί τον κυριότερο εκπρόσωπο μιας ομάδας νοσημάτων που προκαλούν την άνοια – τη σταδιακή μείωση της μνημονικής ικανότητας, της ικανότητας σκέψης και των κοινωνικών δεξιοτήτων. Δρα προκαλώντας υπερσυσσώρευση πρωτεϊνών στον εγκέφαλο, πράγμα που προκαλεί τη συρρίκνωσή του και τελικά οδηγεί τα εγκεφαλικά κύτταρα σε νέκρωση.
Συνήθως εμφανίζεται μετά την ηλικία των 60, σε λίγες περιπτώσεις ωστόσο έχει παρατηρηθεί και νωρίτερα. Στις ΗΠΑ υπολογίζεται πως αυτή τη στιγμή περίπου 6,5 εκατ. άνθρωποι ηλικίας 65 ετών και άνω ζουν με Αλτσχάιμερ.
Από αυτούς, το 75% είναι 75 ετών και περισσότερο. Aπό τους περίπου 55 εκατ. ανθρώπους που πάσχουν παγκοσμίως από άνοια, το 60%-70% έχει τη νόσο Αλτσχάιμερ. Το ετήσιο κόστος της άνοιας παγκοσμίως το 2010 ανήλθε σε 604 δισ. δολ., ενώ στην Ευρώπη ξεπέρασε τα 170 δισ. ευρώ.
Στην Ελλάδα το ετήσιο κόστος της άνοιας πλησιάζει τα 3 δισ. ευρώ. Το κυριότερο σύμπτωμα της νόσου είναι η απώλεια της μνήμης. Το Αλτσχάιμερ επιδεινώνεται με την πάροδο του χρόνου, όμως οι αγωγές που υπάρχουν μέχρι στιγμής μπορούν να καθυστερήσουν την ανάπτυξή του. Οι άνθρωποι με Αλτσχάιμερ σε προχωρημένο στάδιο μπορεί να επαναλαμβάνουν φράσεις και ερωτήσεις ξανά και ξανά, να ξεχνούν συμβάντα και συζητήσεις, να αφήνουν αντικείμενα σε παράλογα μέρη, να χάνονται σε χώρους που γνώριζαν καλά στο παρελθόν, ακόμη και να ξεχνούν εντελώς τα ονόματα των οικογενειακών τους προσώπων. Επιπλέον, προκαλεί αλλαγές στη συμπεριφορά και είναι πιθανό ηλικιωμένοι άνθρωποι που πάσχουν από τη νόσο να εκδηλώνουν κατάθλιψη, κοινωνική απομάκρυνση, καχυποψία, εκρήξεις θυμού και εμμονές, όπως να πιστεύουν επίμονα ότι τους έχει κλαπεί κάποιο αντικείμενο. Αν και οι διαθέσιμες φαρμακευτικές αγωγές δεν είναι ακόμη σε θέση να γιατρέψουν το Αλτσχάιμερ, υπάρχουν μια σειρά από πράγματα που μπορούμε να κάνουμε ώστε να προστατεύσουμε τον εγκέφαλό μας από το ρίσκο. Το 2020 διενεργήθηκε μια έρευνα σε 1.845 άτομα ηλικίας 73 ετών και 920 άτομα ηλικίας 81. Στην αρχή της έρευνας, κανένας από τους συμμετέχοντες δεν είχε τη νόσο.
Εξι χρόνια μετά, οι 608 ανέπτυξαν Αλτσχάιμερ (περίπου το 1/4). Οι ερευνητές κατέληξαν σε πέντε βασικούς παράγοντες που βοήθησαν τους υπόλοιπους να μην εμφανίσουν συμπτώματα: αποχή από το κάπνισμα, συχνή μέτρια ή έντονη φυσική άσκηση, περιορισμένη κατανάλωση αλκοόλ, υψηλής ποιότητας μεσογειακή διατροφή και ενασχόληση με δραστηριότητες που ασκούν τον νου. Ο επικεφαλής της έρευνας, δρ Κλοντιάν Ντάνα, εξήγησε πως οι πέντε αυτοί παράγοντες
σχετίζονται μεταξύ τους και λειτουργούν καλύτερα όταν συνδυάζονται. «Η δική μου συμβουλή θα ήταν να ασχολείται κανείς με πράγματα που του διεγείρουν το μυαλό, όπως να διαβάζει βιβλία και εφημερίδες ή να παίζει σκάκι και να λύνει σουντόκου», είπε.
«Ταυτόχρονα, να ασκείται καθημερινά». Επιπλέον, όλο και περισσότερες έρευνες υπογραμμίζουν τη σημασία του καλού ύπνου κατά τις βραδινές ώρες.
Ενα κακό πρόγραμμα ύπνου στερεί από τον εγκέφαλο τον χρόνο που χρειάζεται για να αποβάλει φυσικά του απορρίμματα, όπως οι πρωτεΐνες «ταυ», γεγονός που μακροπρόθεσμα μπορεί να οδηγήσει στην άνοια.
Kathimerini.gr