Πάνω από 35 χρόνια μετά το χειρότερο πυρηνικό ατύχημα στον κόσμο, τα σκυλιά του Τσερνόμπιλ εξακολουθούν να περιφέρονται ανάμεσα στα εγκαταλελειμμένα, σαπισμένα από τον καιρό, κτήρια, μέσα και γύρω από τις εγκαταστάσεις, καταφέρνοντας να τρέφονται, να αναπαράγονται, να επιβιώνουν.
Οι επιστήμονες φιλοδοξούν πως η μελέτη των σκυλιών αυτών μπορεί να διδάξει στους ανθρώπους νέους τρόπους επιβίωσης στα σκληρότερα, πιο εκφυλισμένα περιβάλλοντα.
Την Παρασκευή (3/3) δημοσίευσαν στην επιθεώρηση Science Advances την πρώτη από -τις πολλές, όπως ευελπιστούν- τις γενετικές μελέτες, όπου εστιάζουν σε 302 αδέσποτα σκυλιά που ζουν στην επίσημη «ζώνη αποκλεισμού», γύρω από την περιοχή του ολέθρου.
Οι ερευνητές εντόπισαν πληθυσμούς των οποίων η διαφορετική έκθεση στη ραδιενέργεια, ενδέχεται να τους έχει καταστήσει γενετικά διαφορετικούς τον έναν από τον άλλον, αλλά και άλλους σκύλους εκτός περιοχής.
«Έχουμε αυτή τη χρυσή ευκαιρία να θέσουμε τις βάσεις στην απάντηση ενός κρίσιμου ερωτήματος: Πώς επιβιώνεις σε ένα εχθρικό περιβάλλον σαν κι αυτό επί 15 γενιές;» σημειώνει η Ιλέιν Οστράντερ, γενετίστρια στο Εθνικό Ινστιτούτο Ερευνών Ανθρώπινου Γονιδιώματος και μία εκ των πολλών συγγραφέων της έρευνας.
«Τα σκυλιά του Τσερνόμπιλ παρέχουν ένα απίστευτο εργαλείο παρατήρησης των επιπτώσεων ενός τέτοιου περιβάλλοντος στα θηλαστικά συνολικά» εξηγεί ο Τιμ Μουσό, καθηγητής βιολογικών επιστημών στο πανεπιστήμιο της Νότιας Καρολίνας.
Σύμφωνα με τους ερευνητές, τα περισσότερα από τα σκυλιά μελέτης φαίνεται να είναι απόγονοι των κατοικιδίων που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν οι κάτοικοι της περιοχής, πριν τη μεγάλη φυγή.
Ο Μουσό εργάζεται στην περιοχή του Τσερνόμπιλ από τα τέλη της δεκαετίας του 1990 κι άρχισε να συλλέγει δείγματα αίματος από τα σκυλιά γύρω στο 2017. Όπως λένε οι επιστήμονες, κάποια από τα σκυλιά ζουν μέσα στις άλλοτε πυρηνικές εγκαταστάσεις, άλλα πιο μακριά, σε απόσταση από 15 – 45 χιλιόμετρα.
Μέσω DNA, οι ερευνητές κατάφεραν να αναγνωρίσουν τα σκυλιά της περιοχής βάσει έκθεσης σε επίπεδα υψηλής, μέτριας, χαμηλής ραδιενέργειας.
«Αυτό ήταν τεράστιο ορόσημο για εμάς. Και αυτό που μας εξέπληξε είναι πως μπορέσαμε να αναγνωρίσουμε ακόμη και τις οικογένειες, περίπου 15 στο σύνολο» λέει η Οστράντερ.
Τώρα, οι ερευνητές μπορούν να αρχίσουν να επικεντρώνονται στην τροποποίηση του DNA.
«Μπορούμε να τα συγκρίνουμε και να πούμε: Οκ, αυτό είναι διαφορετικό, τι είναι μεταλλαγμένο, τι τροποποιημένο, τι εξελιγμένο, τι βοηθά, τι τραυματίζει σε επίπεδο DNA» προσθέτει η ίδια.
Σύμφωνα με τους επιστήμονες η έρευνα θα μπορεί να έχει ευρείες εφαρμογές, προσφέροντας γνώση για το πώς τα ζώα και οι άνθρωποι μπορούν να ζήσουν σήμερα και στο μέλλον σε περιοχές του κόσμου υπό «διαρκή περιβαλλοντική επίθεση».
Η έρευνα είναι ένα πρώτο βήμα για την απάντηση σημαντικών ερωτημάτων ως προς το πώς επηρεάζουν τα διαρκή, υψηλά επίπεδα ραδιενέργειας τα μεγάλα θηλαστικά. «Για παράδειγμα, πρόκειται (η έκθεση) να αλλάξει τα γονιδιώματά τους σε ταχύ ρυθμό;» διερωτάται η δρ. Κάρι Έκενσταντ, κτηνίατρος που διδάσκει στο πανεπιστήμιο Purdue – και δε συμμετείχε στην έρευνα.
Πηγή: Associated Press