Κατά τους πρώτους μήνες της πανδημίας COVID-19, τα αυστηρά μέτρα καραντίνας, σε συνδυασμό με την τηλεργασία και το κλείσιμο των σχολείων, βρήκαν τα κράτη απροετοίμαστα. Δύο χρόνια μετά, οι κοινωνικές και οικονομικές συνέπειες αλλά και η μεγάλη αβεβαιότητα ως προς τις οικονομικές προοπτικές, έχουν οδηγήσει διεθνείς οργανισμούς, Κυβερνήσεις και Κεντρικές Τράπεζες σε μέτρα στήριξης και σε στρατηγικές για ενδυνάμωση της οικονομίας. Ταυτόχρονά όμως η πανδημία έχει συνεισφέρει στην επιδείνωση των υφιστάμενων ανισοτήτων μεταξύ των φύλων, απειλώντας να αναστρέψουν την πρόοδο που έχει σημειωθεί μέχρι σήμερα, επαναφέροντας τις γυναίκες στον δρόμο της ανισότητας. H έκθεση Global Gender Gap αναφέρει ότι με τις τρέχουσες εξελίξεις θα χρειαστούν 135.6 χρόνια για να καλυφθεί το χάσμα μεταξύ των φύλων παγκοσμίως. Πρόκειται δηλαδή για μια απότομη αύξηση σε σχέση με την προηγούμενη Έκθεση, η οποία προέβλεπε ότι χρειάζονται 99.5 χρόνια. Με άλλα λόγια, ο χρόνος που θα χρειαστεί για να κλείσει το χάσμα μεταξύ των φύλων αυξήθηκε κατά 36 χρόνια λόγω της πανδημίας.
Πάρα πολλοί κλάδοι έχουν επηρεαστεί ανεπανόρθωτα τα δύο αυτά χρόνια, με τον επιστημονικό κλάδο να είναι ένας από αυτούς. Ωστόσο, δεν επηρεάζονται όλα τα άτομα στο χώρο της Επιστήμης με τον ίδιο τρόπο και στον ίδιο βαθμό. Οι γυναίκες ερευνήτριες και επιστημόνισσες πλήττονται ιδιαίτερα σκληρά, ειδικά εκείνες που βρίσκονται σε πρώιμο στάδιο της καριέρας τους, όπως υποστηρίζουν ποικίλες επιστημονικές μελέτες που αφορούν δεδομένα των δύο τελευταίων ετών. Ο βασικότερος λόγος για αυτό είναι το γεγονός ότι την αυξημένη επιβάρυνση για τη φροντίδα των παιδιών και ηλικιωμένων επωμίστηκαν περισσότερο οι γυναίκες παρά οι άνδρες. Αυτή η αυξημένη επιβάρυνση στην καθημερινότητα έχει σαν αποτέλεσμα τη δυσκολία στην πρόσβαση τους στο χώρο εργασίας, στη χρήση εργαστηριακού/τεχνολογικού εξοπλισμού αλλά και πόρων και επομένως στη μείωση της παραγωγικότητάς τους.
Συγκεκριμένα, από το ξέσπασμα της πανδημίας, σημειώθηκε μείωση στο ποσοστό των γυναικών που δημοσιεύουν ερευνητικά άρθρα και υποβάλλουν ερευνητικές προτάσεις. Επομένως, αυτό με τη σειρά του θέτει σε άμεσο κίνδυνο την επαγγελματική εξέλιξη των γυναικών στην Επιστήμη αλλά και τη διασφάλιση της χρηματοδότησης και απασχόλησης τους. Αν και η μείωση αυτή μπορεί να είναι προσωρινή, εντούτοις τρέχουσες έρευνες υποστηρίζουν ότι το «χτύπημα» στη φήμη και τη συμμετοχή των γυναικών στην Επιστήμη μπορεί να επιδεινωθεί ακόμη περισσότερο με την πάροδο του χρόνου, κρατώντας πιθανώς τις γυναίκες επιστημόνισσες πίσω κατά χρόνια, αν όχι δεκαετίες, σε σύγκριση με τους άνδρες συναδέλφους τους.
Οι ανισότητες λόγω φύλου (αλλά και άλλων παραγόντων όπως φυλής, και τάξης) βλάπτουν την επιστημονική καινοτομία αλλά και τον σκοπό της ίδιας της Επιστήμης. Οι γυναίκες ερευνήτριες και επιστημόνισσες παραμένουν μειοψηφία. Δεδομένου λοιπόν ότι οι αποφάσεις πρόσληψης και προαγωγής εξαρτώνται κυρίως από αριθμούς (δημοσιεύσεις, ερευνητικές προτάσεις, φοιτητές, κτλ) αλλά και το ότι όσο λιγότερες γυναίκες υπηρετούν την Επιστήμη και την Έρευνα, τόσο λιγότερες ταλαντούχες νέες γυναίκες θα ασχοληθούν με αυτή λόγω μειωμένης εκπροσώπησης, επιβάλλεται να δοθούν ευκαιρίες στις γυναίκες αυτές να χτίσουν ξανά την πορεία και την καριέρα τους μετά από τα δύο χρόνια πανδημίας. Διεθνείς οργανισμοί αλλά και κράτη προσπαθούν ήδη να αναλάβουν ουσιαστικές δράσεις υποστήριξης και ενδυνάμωσης της ερευνητικής και ακαδημαϊκής σταδιοδρομίας των γυναικών έτσι ώστε να μην χαθεί η παρουσία και η συνεισφορά τους στην Επιστήμη και την Έρευνα, καθώς και να παραμείνουν ανταγωνιστικές και πρότυπα για τις επερχόμενες γενιές.
Ορισμένες από τις εισηγήσεις που αναφέρονται είναι οι ακόλουθες: (α) Τα ακαδημαϊκά ιδρύματα θα πρέπει να είναι σε θέση να λαμβάνουν υπόψη το βάρος που επωμίστηκαν οι γυναίκες για τη φροντίδα των παιδιών και των ηλικιωμένων κατά την πανδημία όταν προγραμματίζουν αποφάσεις σχετικά με προαγωγές ή επέκταση συμβολαίου. (β) Οι φορείς χρηματοδότησης και οι επιτροπές πρόσληψης θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη το βάρος της αυξημένης φροντίδας σε συνδυασμό με την προετοιμασία της διαδικτυακής διδασκαλίας (που συχνά ήταν αναγκαίο να γίνει σε σύντομο χρονικό διάστημα) κατά την αξιολόγηση των αιτήσεων, σε συνδυασμό με τη μειωμένη παραγωγικότητα που παρουσίασαν στον τομέα της Έρευνας. (γ) Τα ακαδημαϊκά ιδρύματα θα πρέπει να είναι σε θέση να πιστώσουν τις γυναίκες αυτές με μία (ή περισσότερες δημοσιεύσεις) για το χρόνο που αφιέρωσαν φροντίζοντας την οικογένεια τους. (δ) Τα επιστημονικά περιοδικά και οι εκδοτικοί οίκοι θα πρέπει να ζητούν από τους συγγραφείς να αναφέρουν το χρόνο που αφιέρωσαν στη φροντίδα των παιδιών και των ηλικιωμένων, δίνοντας προβάδισμα στις διαδικασίες αυτών με το μεγαλύτερο φορτίο. (ε) Τα τέλη για τα διαδικτυακά συνέδρια θα πρέπει να προσαρμοστούν έτσι ώστε να μπορούν όλες οι γυναίκες των οποίων το εισόδημα ή οι ερευνητικοί πόροι έχουν πληγεί, να μπορούν να συμμετέχουν.
(*) Μελίτα Μενελάου, PhD
Γυναίκα, Μητέρα και Χημικός Μηχανικός,
Ειδικό Εκπαιδευτικό Προσωπικό, Τμήμα Χημικών Μηχανικών, ΤΕΠΑΚ
[email protected]