Η μετάγγιση πλάσματος του αίματος των ατόμων που έχουν αναρρώσει από τον κοροναϊό ενδέχεται να βελτιώνει την εξέλιξη των βαρύτερων περιστατικών, σύμφωνα με πρώτες ενδείξεις.
Δύο ομάδες γιατρών, οι οποίες εργάστηκαν σε διαφορετικά νοσοκομεία της Κίνας έκαναν μετάγγιση πλάσματος με αντισώματα απέναντι στον ιό σε 15 βαριά ασθενείς του κοροναϊού και παρατήρησαν εντυπωσιακή βελτίωση σε πολλούς από αυτούς.
Στα πλαίσια πιλοτικής μελέτης, γιατροί από τη Γουχάν πρόσφεραν πλάσμα αναρρωσάντων ασθενών σε 10 βαριά περιστατικά κοροναϊού και ανακάλυψαν ότι τα ιικά φορτία τους μειώθηκαν δραματικά. Μέσα σε τρεις μόλις ημέρες, οι γιατροί είδαν τα συμπτώματα των ασθενών να βελτιώνονται, είτε επρόκειτο για δύσπνοια και πόνους στο στήθος, είτε για βήχα και πυρετό.
Υποσχόμενα τα πρώτα δεδομένα
Ο Xiaoming Yang του Εθνικού Κέντρου Ερευνών Τεχνολογίας και Μηχανικής Πολλαπλών Εμβολίων στη Γουχάν, περιέγραψε τη θεραπεία ως “υποσχόμενη επιλογή σωτηρίας” για τους βαρέως πάσχοντες ασθενείς, αλλά προειδοποίησε ότι απαιτείται μια μελέτη μεγαλύτερου εύρους προκειμένου να επιβεβαιωθούν τα ευρήματα. Οι λεπτομέρειες της πιλοτικής έρευνας δημοσιεύθηκαν στο επιστημονικό περιοδικό Proceedings of the National Academy of Sciences.
Μια άλλη ομάδα γιατρών, με επικεφαλής την Lei Liu του νοσοκομείου Shenzhen Third People, έκανε μετάγγιση πλάσματος του αίματος αναρρωσάντων ασθενών σε πέντε ασθενείς σε κρίσιμη κατάσταση. Σε όλες τις περιπτώσεις οι ασθενείς σημείωσαν σημαντική βελτίωση μέσα σε δέκα ημέρες από τη μετάγγιση, ενώ τρεις εξ αυτών μπόρεσαν να αποσωληνωθούν, σύμφωνα με μια πρώτη έκθεση που δημοσιεύθηκε στο Journal of the American Medical Association.
Τα ευρήματα δημιουργούν ελπίδες ότι το αίμα που δωρίζεται από άτομα που ανέρρωσαν πρόσφατα από την ασθένεια θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για να ενισχύσει το ανοσοποιητικό σύστημα των πιο ευάλωτων μελών του πληθυσμού και να τους βοηθήσει να καταπολεμήσουν τη λοίμωξη. Ωστόσο, καθώς ο αριθμός των ασθενών που έχουν θεραπευτεί με αυτή τη μέθοδο μέχρι στιγμής παραμένει μικρός και οι μεταγγίσεις δεν έγιναν στο πλαίσιο επίσημων κλινικών δοκιμών, δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε το εύρος των πραγματικών πλεονεκτημάτων της θεραπείας.
Πώς λειτουργεί η θεραπεία;
Οι θεραπείες με πλάσμα αναρρωσάντων ασθενών χρονολογούνται ήδη πριν από την πανδημία της Ισπανικής γρίπης το 1918. Η θεραπεία στηρίζεται στο γεγονός ότι τα άτομα που αναρρώνουν από μια ιική λοίμωξη διαθέτουν αντισώματα στο αίμα τους, τα οποία μπορούν να εντοπίσουν και να εξοντώσουν γρήγορα τον ιό την επόμενη φορά που επιτίθεται στον οργανισμό τους. Μέσω της μετάγγισης του πλάσματος στους ασθενείς – και πιθανώς σε άτομα που διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο σε περίπτωση πιθανής μόλυνσης – το ανοσοποιητικό σύστημα των δεκτών ενισχύεται με αποτέλεσμα την πιθανή προστασία τους από την ασθένεια.
Οι ενδείξεις πως η θεραπεία μπορεί να βελτιώσει την κατάσταση των ασθενών, ώθησε τους Αμερικανούς γιατρούς να ξεκινήσουν τις μεταγγίσεις αίματος μετά το ξέσπασμα της πανδημίας στη Νέα Υόρκη, ενώ το ίδιο αναμένεται να συμβεί και στη Μεγάλη Βρετανία τις επόμενες εβδομάδες. Η υπηρεσία αιμοδοσίας της Βρετανίας έχει ήδη αρχίσει να ελέγχει το αίμα των ασθενών για να εντοπίσει πλάσμα πλούσιο σε αντισώματα.
Ο καθηγητής David Tappin, κορυφαίος ερευνητής στο Πανεπιστήμιο της Γλασκόβης έχει αιτηθεί στο Βρετανικό Εθνικό Ινστιτούτο Ερευνών για την Υγεία την έναρξη δύο κλινικών δοκιμών με πλάσμα από το αίμα αναρρωσάντων. Στόχος η εύρεση αποδείξεων ότι το πλάσμα μπορεί να προστατεύσει τους εργαζόμενους της πρώτης γραμμής από τη λοίμωξη, να θωρακίσει την υγεία των ήδη νοσούντων ώστε να μην χρειαστούν διασωλήνωση και εισαγωγή σε ΜΕΘ και να βοηθήσει εκείνους που βρίσκονται ήδη σε κρίσιμη κατάσταση να αναρρώσουν.
Πρέπει να είμαστε επιφυλακτικοί
Ο Teppin σημειώνει πως οι περιπτώσεις που αναφέρει η Γουχάν είναι πολύ σημαντικές γιατί καταδεικνύουν ότι η χορήγηση πλάσματος σε ασθενείς που βρίσκονται σε κρίσιμη κατάσταση είναι ασφαλής. “Τα αποτελέσματα είναι επίσης ενθαρρυντικά για τους συγκεκριμένους ασθενείς”, δήλωσε. Ωστόσο πρόσθεσε ότι για να είμαστε σίγουροι ότι το πλάσμα καταπολεμά την ασθένεια στη ρίζα της και ότι είναι ασφαλές να χορηγηθεί στον ευρύ πληθυσμό, θα πρέπει να προηγηθούν επίσημες δοκιμές.
Ο καθηγητής Munir Pirmohamed, πρόεδρος της Βρετανικής Φαρμακολογικής Εταιρείας, συμφωνεί στην ανάγκη να είμαστε επιφυλακτικοί απέναντι στις περιπτώσεις που αναφέρει η Γουχάν. “Δεν επρόκειτο για μια κλινική δοκιμή σε τυχαίο δείγμα, ενώ οι ασθενείς λάμβαναν ταυτόχρονα και άλλες θεραπείες, συμπεριλαμβανομένων αντιικών σκευασμάτων όπως το remdesivir τα οποία βρίσκονται επίσης σε στάδιο κλινικών δοκιμών για τη δράση τους απέναντι στον νέο κοροναϊό”, τόνισε.
“Είναι επίσης πολύ σημαντικό να θυμόμαστε ότι υπάρχουν ενδεχόμενοι κίνδυνοι στη χρήση του πλάσματος των αναρρωσάντων, συμπεριλαμβανομένου του ενδεχομένου μετάδοσης άλλων παραγόντων, αλλά και της αύξησης της ανθεκτικότητας του ιού απέναντι στα αντισώματα”, πρόσθεσε. “Ακόμη και αν αποδειχθεί ότι λειτουργεί, υπάρχει περίπτωση να μην μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τη θεραπεία μεγάλου αριθμού ασθενών”.
Πηγή: www.theguardian.com