Ο σίδηρος είναι απαραίτητο στοιχείο για όλους τους ζωντανούς οργανισμούς καθώς διαδραματίζει βασικό ρόλο σε πολλές μεταβολικές οδούς, εμπλέκεται στη μεταφορά οξυγόνου και ηλεκτρονίων στην αναπνευστική αλυσίδα, στη σύνθεση DNA και στη ρύθμιση του κυτταρικού κύκλου.
Σε περιπτώσεις ατόμων το αίμα των οποίων στερείται επαρκών υγιών ερυθρών αιμοσφαιρίων, προκύπτει η πάθηση της αναιμίας. Η σιδηροπενική αναιμία, αποτελεί τη σημαντικότερη κλινική εκδήλωση της σιδηροπενίας και τη συνηθέστερη μορφή αναιμίας σε παγκόσμια κλίμακα. Σε μεγαλύτερο βαθμό εντοπίζεται σε βρέφη, παιδιά, εφήβους και γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας.
Καθώς ο σίδηρος έχει θεμελιώδη ρόλο στην οδό σύνθεσης της μυοσφαιρίνης και της αιμοσφαιρίνης, η έλλειψή του οδηγεί σε μείωση της λειτουργικότητας ιστών, όπως ο εγκέφαλος, οι μύες και το αίμα .
Κλίμακες και συμπτώματα της σιδηροπενικής αναιμίας
Η σοβαρότητα της πάθησης, ποικίλει αναλόγως του επιπέδου του σιδήρου που εντοπίζεται στο αίμα ενός ατόμου. Όταν αυτά είναι χαμηλότερα του φυσιολογικού, μπορεί να υπάρχει ανεπάρκεια σιδήρου, εξάντληση σιδήρου, σιδηροπενική αιμοποίηση και σιδηροπενική αναιμία. Βάσει της κλιμάκωσης, είναι σημαντικό να μη συγχέεται η σιδηροπενική αναιμία με ενδεχομένως σποραδικά χαμηλά επίπεδα σιδήρου.
Ο ασφαλέστερος τρόπος να διαπιστώσουμε τυχόν μειωμένα επίπεδα σιδήρου, είναι μέσω των προληπτικών εξετάσεων, που δεν θα πρέπει να παραλείπονται από άτομα όλων των ηλικιών. Πέραν αυτών, η σιδηροπενική αναιμία προκαλεί συμπτώματα που μπορούν να καταδείξουν την ανάγκη ελέγχου, στα άτομα που τα εμφανίζουν, όπως είναι το αίσθημα αδυναμίας, η υπερβολική κούραση, το λαχάνιασμα, η ωχρότητα, η τριχόπτωση, τα δερματικά έλκη και ο κνησμός, τα εύθραυστα νύχια, η ξηροστομία, η φλεγμονή ή το άλγος στη γλώσσα και τα χείλη, η ταχυκαρδία, το θωρακικό άλγος, το αίσθημα μουδιάσματος στα άκρα, ενώ είναι πιθανά συμπτώματα όπως η αλλοτριοφαγία, η ασυνήθιστη δηλαδή επιθυμία για μη διατροφικά αντικείμενα, όπως παγάκια, μαγειρική σόδα, πηλό, ακόμη και μολύβια ή αποξηραμένα χρώματα.
Τι μπορεί να προκαλέσει τη σιδηροπενική αναιμία και γιατί να μας απασχολεί;
Η σιδηροπενική αναιμία προκαλείται σε περιπτώσεις που ο οργανισμός δεν λαμβάνει τις αναγκαίες ποσότητες σιδήρου ή όταν οι ανάγκες του είναι αυξημένες και δεν καλύπτονται επαρκώς. Ενδεικτικά παραδείγματα τέτοιων περιπτώσεων είναι:
- Η ελλιπής πρόσληψησιδήρου από τη διατροφή, π.χ κατά τη διάρκεια δίαιτας αδυνατίσματος
- Η μειωμένη απορρόφηση σιδήρου: Ο σίδηρος απορροφάται στο λεπτό έντερο. Σε περιπτώσεις ασθενών με φλεγμονές στον εντερικό σωλήνα (όπως νόσος Crohn), ή μετά από επεμβάσεις αφαίρεσης μέρους του λεπτού εντέρου, η χρήση φαρμάκων συχνά μειώνει την απορρόφηση σιδήρου
- Αυξημένες ανάγκεςσε σίδηρο, όπως συμβαίνει σε εγκυμονούσες, βρέφη, εφήβους και αθλητές.
Η απώλεια αίματος, πχσε γυναίκες με έντονη έμμηνο ρύση ή λόγω ορισμένων παθήσεων, όπως το πεπτικό έλκος ή οι πολύποδες ή μετά από χειρουργείο. Συχνή επίσης είναι η πάθηση σε αιμοκαθαρόμενα άτομα. Η σιδηροπενική αναιμία, αναλόγως της έκτασής της είναι δυνατό να προκαλέσει άλλα προβλήματα υγείας, όπως:
- Καρδιακά προβλήματα, πχ ταχυκαρδία, ή αρρυθμία. Αυτό συμβαίνει καθώς η καρδιά πρέπει να μεταφέρει περισσότερο αίμα στους ιστούς, εξαιτίας της περιορισμένης περιεκτικότητας του οξυγόνου σε αυτό. Έτσι είναι πιθανό να προκύψει καρδιομεγαλία, ή καρδιακή ανεπάρκεια.
- Προβλήματα κατά την εγκυμοσύνη:Στις εγκύους, η σιδηροπενική αναιμία έχει συνδεθεί με πρόωρους τοκετούς και χαμηλό βάρος του νεογνού.
- Διαταραχές της ανάπτυξης:Στα παιδιά και τα βρέφη, η σοβαρή ανεπάρκεια σιδήρου μπορεί να προκαλέσει αναιμία και καθυστέρηση στην ανάπτυξη. Επιπλέον, η σιδηροπενική αναιμία έχει σχετιστεί με αυξημένη ευαισθησία στις λοιμώξεις.
Διάγνωση και πρόληψη της σιδηροπενικής αναιμίας
Η διάγνωση της σιδηροπενίας και της σιδηροπενικής αναιμίας είναι εργαστηριακή, δηλαδή επιβεβαιώνεται μέσω αιματολογικών εξετάσεων. Βασικούς δείκτες αποτελούν η αιμοσφαιρίνη και ο αιματοκρίτης, που περιλαμβάνονται στη Γενική Εξέταση Αίματος. Παράλληλα, η πιθανή έλλειψη σιδήρου για τον εξεταζόμενο διαπιστώνεται και μέσω του ελέγχου της φερριτίνης. Σε περίπτωση που ζητηθεί από τον προσωπικό σας ιατρό, είναι δυνατή η διενέργεια πιο εξειδικευμένων εξετάσεων και συγκεκριμένα η μέτρηση της TIBC (ολικής σιδηροδεσμευτικής ικανότητας) και η μέτρηση της τρανσφερρίνης, όπου σε περιπτώσεις σιδηροπενικής αναιμίας συνήθως εμφανίζονται αυξημένες.
Σε περίπτωση που από τις εξετάσεις αίματος προκύψει η ύπαρξη σιδηροπενικής αναιμίας, ο γιατρός δύναται να ζητήσει επιπλέον εξετάσεις, για να εντοπιστούν τα αίτιά της. Τέτοιες μπορεί να είναι η ενδοσκόπηση για έλεγχο της αιμορραγίας του στομαχιού, η κολονοσκόπηση, ή αξονική κολονογραφία για τον έλεγχο εστιών αιμορραγίας στο έντερο και ό υπέρηχος, για τον έλεγχο ύπαρξης ινομυωμάτων της μήτρας σε γυναίκες.
Πώς αντιμετωπίζεται η σιδηροπενική αναιμία;
Για την αντιμετώπιση της σιδηροπενικής αναιμίας, σημαντικό ρόλο κατέχει η διατροφή. Συγκεκριμένα, είναι μεγάλης σημασίας η πρόσληψη τροφών πλούσιων σε σίδηρο, σε συνδυασμό με τροφές πλούσιες σε βιταμίνη C, που βοηθά στην απορρόφηση του σιδήρου από τον οργανισμό. Τροφές ιδιαίτερα πλούσιες σε σίδηρο είναι οι ακόλουθες:
- Συκώτι, κόκκινο κρέας και πουλερικά
- Αυγά
- Θαλασσινά
- Ξηροί καρποί
- Φασόλια και αρακά
- Σκούρα πράσινα φυλλώδη λαχανικά (π.χ. σπανάκι)
- Αποξηραμένα φρούτα
- Τα δημητριακά, το ψωμί και τα μακαρόνια με πρόσθετο σίδηρο
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο σίδηρος που προέρχεται από ζωικές τροφές είναι ευκολότερα απορροφήσιμος. Για τον λόγο αυτό, άτομα με διαφοροποιημένο διατροφολόγιο, όπως οι χορτοφάγοι, χρειάζεται να καταναλώνουν μεγαλύτερες ποσότητες τροφών που περιέχουν σίδηρο, ώστε να αναπληρώνουν τη μειωμένη απορρόφησή του από πηγές φυτικής προέλευσης.
Τέλος, σε περιπτώσεις που η αντιμετώπιση του προβλήματος μόνο μέσω της κατάλληλης διατροφής, δεν είναι εφικτή, είναι δυνατή η χορήγηση σιδήρου για την αποκατάσταση της φυσιολογικής ερυθροποίησης και των αποθηκών του σιδήρου.