Ο καρκίνος του μαστού αποτελεί τη συχνότερη μορφή καρκίνου που προσβάλλει τον γυναικείο πληθυσμό. Η έγκαιρη ανίχνευσή του μπορεί να οδηγήσει στην επιλογή λιγότερο επεμβατικών θεραπευτικών τεχνικών και να βοηθήσει σημαντικά στη μεγιστοποίηση της επιβίωσης. Ο πρώιμος ή υποκλινικός καρκίνος του μαστού (μικρός σε μέγεθος όγκος, αρνητικός σε λεμφαδένες ή μεταστάσεις) έχει εξαιρετική πρόγνωση και ποσοστά ίασης (5ετής επιβίωση 99%).
Σήμερα, για την ανίχνευση του καρκίνου του μαστού σε γυναίκες, ανεξαρτήτου ηλικίας, τύπου μαστού και οικογενειακού/ατομικού ιστορικού, η μοναδική παγκοσμίως αποδεκτή εξέταση εκλογής είναι η μαστογραφία (ψηφιακή ή/και μαγνητική). Ετήσια μαστογραφία συστήνεται σε γυναίκες χαμηλού και μεσαίου κινδύνου από την ηλικία των 40 ετών μέχρι και εφτά χρόνια από το προσδόκιμο επιβίωσης. Σε γυναίκες υψηλού κινδύνου, συστήνεται από τα 35 (ψηφιακή εναλλάξ με μαγνητική μαστογραφία).
Η μαγνητική μαστογραφία, ενδείκνυται για γυναίκες που ανήκουν σε ομάδες υψηλού κινδύνου βάσει γενετικού υποστρώματος, προσωπικού ή οικογενειακού ιστορικού, αλλά και για όσες έχουν αυξημένη πυκνότητα μαστών, που είναι ένας ανεξάρτητος, εξαιρετικά ισχυρός παράγοντας κινδύνου. Επίσης διενεργείται σε γυναίκες με προθέματα μαστών, ως συμπληρωματική μέθοδος προς επίλυση διαγνωστικών προβλημάτων, καθώς και για προεγχειρητικό έλεγχο.
Η ευαισθησία της ψηφιακής μαστογραφίας, υπό άρτιες τεχνικές κι επιστημονικές προϋποθέσεις, είναι 79,9%. Συγκεκριμένα, ανά κατηγορία πυκνότητας μαστών, η ευαισθησία της μεθόδου κυμαίνεται από 100% σε ACR1, 83,9% σε ACR2, 72,9% σε ACR3 και έως 50% σε ACR4, όπου ACR1 αναφέρεται σε μαστούς με χαμηλή πυκνότητα και ACR2 σε μέτρια, ACR3 σε υψηλή κι ACR4 σε μαστούς με πολύ υψηλή πυκνότητα αδένα. Αξίζει να σημειωθεί ότι η ευαισθησία της μεθόδου μειώνεται σε εξεταζόμενες υπό ορμονοθεραπεία, καθώς και σε νεότερες γυναίκες (40-50 ετών).
Με στόχο την αύξηση της ευαισθησίας για τον εντοπισμό μεγαλύτερου αριθμού βλαβών στον μαστό, έχουν αναπτυχθεί νέες τεχνικές με κυριότερη και ήδη ενταγμένη στον προσυμπτωματικό έλεγχο (screening) παγκοσμίως – την ψηφιακή τομοσύνθεση (Digital Breast Tomosynthesis – DBT).
Κατά τη διενέργεια της ψηφιακής μαστογραφίας πραγματοποιούνται δύο δυσδιάστατες λήψεις (2D) σε κάθε μαστό. Συνεπώς, ελλοχεύει ο κίνδυνος να μην είναι ευδιάκριτα κάποια ευρήματα (ιδίως σε πυκνούς μαστούς) εξαιτίας της πιθανής επιπροβολής ινώδους-αδενικού ιστού (επικάλυψη καρκίνου/μαζικού αδένα). Στην DBT αντίθετα, λαμβάνονται πολλαπλές τομές χαμηλής δόσης, πάχους 1mm, οι οποίες με τη βοήθεια ειδικού λογισμικού, μετατρέπονται σε τρισδιάστατη μαστογραφία, καθώς και σε ανασυνθετικές 2D εικόνες. Η συγκεκριμένη τεχνική επιτρέπει την επιπλέον αξιολόγηση των ευρημάτων τομή προς τομή, εξασφαλίζοντας την ανίχνευση μικρών ή κρυφών (λόγω των επιπροβολών) βλαβών. Στατιστικά, με την DBT, ανιχνεύονται 2 επιπλέον καρκίνοι ανά 1000 μαστογραφίες.
H DBT ως τεχνική έχει τα ακόλουθα πλεονεκτήματα:
- Αυξάνει την ανίχνευση καρκίνων σε ποσοστό που ξεπερνάει το 65%. Επίσης επιστημονικές μελέτες έδειξαν ότι το 91% τον καρκίνων που ανιχνεύονται μόνο μέσω της DBT τεχνικής είναι διηθητικοί, δηλαδή καρκίνος που δεν περιορίζεται στα κύτταρα του μαστού, αλλά διασπώντας μια βασική μεμβράνη, που επενδύει τα κύτταρα, μεταφέρεται και στους περιβάλλοντες ιστούς.
- Αυξάνει κατά 65% – 79% την ανίχνευση καρκίνων που υπήρχαν, αλλά δεν είχαν διαγνωστεί σε προηγούμενη μαστογραφία.
- Βελτιώνει τον χαρακτηρισμό των βλαβών, ιδίως στις περιπτώσεις διαταραχής της αρχιτεκτονικής του μαστού και της ύπαρξης μάζας, αλλά και την ανίχνευση και τον χαρακτηρισμό των αποτιτανώσεων.
- Μειώνει τα ποσοστά επανάκλησης και διενέργειας αχρείαστων βιοψιών.
- Μειώνονται τα ψευδώς θετικά αποτελέσματα.
Μειονεκτήματα
Το μεγαλύτερο μειονέκτημα της DBT αποτελεί η αύξηση της δόσης ακτινοβολίας η οποία ωστόσο, με τις νέες τεχνικές, όπως οι ανασυνθετικές εικόνες, που αντικαθιστούν τις συμβατικές 2D λήψεις, επιτρέπουν τη μείωση της δόσης σε ασφαλή, για την εξεταζόμενη, επίπεδα. Αυτό το πρόγραμμα έχει έγκριση από τον FDA για διαγνωστική χρήση και είναι εγκατεστημένο στα συστήματα του Όμιλου ΒΙΟΙΑΤΡΙΚΗ Κύπρου.
Στα μειονεκτήματα περιλαμβάνεται επίσης ο επιπλέον χρόνος που απαιτείται, τόσο για τη διενέργεια της εξέτασης, όσο και για τη διάγνωση. Ωστόσο, η προσθήκη του λογισμικού προγράμματος CAD (computer aided diagnosis), θα μπορούσε να βοηθήσει σημαντικά σε αυτή την περίπτωση.
Συμπερασματικά, η τομοσύνθεση (DBT) ως μέθοδος απεικόνισης του μαστού, μπορεί να αποτελέσει πολύτιμο διαγνωστικό εργαλείο για την ανίχνευση ακόμα πιο πρώιμων μορφών καρκίνου του μαστού. Η ορθή χρήση της οδηγεί σε αξιόπιστες διαγνώσεις και μπορεί να συντελέσει στη σημαντική βελτίωση των θεραπευτικών χειρισμών, αλλά και στη μείωση της θνησιμότητας από τον συγκεκριμένο τύπο καρκίνου.
* Ιατρός Ακτινολόγος στο Διαγνωστικό Κέντρο ΑΛΦΑ Εύρεσις του Ομίλου ΒΙΟΙΑΤΡΙΚΗ στην Κύπρο.
Πηγές:
Eur Radiol. 2017 Jul;27(7):2744-2751. doi: 10.1007/s00330-016-4636-4.