
Γράφει ο Σπύρος Αρμοστής, Επίκουρος Καθηγητής , Τμήμα Αγγλικών Σπουδών, Πανεπιστήμιο Κύπρου
Έναν που τα πράματα που μας ρωτούν πολλές φορές τους γλωσσολόγους στην Κύπρον ένι το εάν τα κυπριακά εν’ γλώσσα ή διάλεκτος. Η απάντηση ένι ότι η ίδια η ερώτηση εν’ λάθος: τίποτε έννενι γλώσσα ή διάλεκτος που την φύσην του· τούτοι οι όροι εν’ απλώς ρόλοι που παίζουν μες στην κοινωνίαν θκυο γλωσσικές ποικιλίες. Τούτος ο όρος «γλωσσική ποικιλία» εν’ ο επιστημονικός όρος που χρησιμοποιούμεν στην γλωσσολογίαν για την όποιαν μορφήν γλώσσας, άσχετα αν παίζει τον ρόλον γλώσσας ή διαλέκτου. Για παράδειγμαν, η γλωσσική ποικιλία την οποίαν ονομάζουμεν οι γλωσσολόγοι «κυπριακή αραβική» (πὀν’ η γλώσσα των Μαρωνιτών του Κορματζ̆ίτη) εθεωρείτουν διάλεκτος της αραβικής παλιά, ενώ που το 2008 που την αναγνώρισεν η Κυπριακή Δημοκρατία ως μειονοτικήν της γλώσσαν, θεωρείται πιον γλώσσα. Αλλά τζ̆αι πριν τζ̆αι ύστερα που το 2008, εν’ η ίδια γλωσσική ποικιλία.
Ο κόσμος φαντάζεται την διάλεκτον σαν κάποιαν τερατογένεσην πάνω στο σώμαν μιας γλώσσας. Για παράδειγμαν, φαντάζεται την κυπριακήν ελληνικήν να ’ν’ κάτι σαν μισός άνθρωπος που εβλάστησεν πάνω στο σώμαν νιου άλλου ανθρώπου (εν προκειμένω της κοινής νεοελληνικής, που θεωρείται γλώσσα) τζ̆αι άρα χωρίς την γλώσσαν, η διάλεκτος εν υφίσταται: εν’ λειψιμιός άνθρωπος, όι σωστός. Άρα φαντάζουνται την διάλεκτον σαν έναν συνονθύλευμαν που παραφθορές που έπαθεν το σώμαν της γλώσσας (ξέρετε: κανέναν τζ̆αι, κανέναν τελικόν νι κ.λπ.). Τούτα ούλλα όμως εν’ τέλλεια αντιεπιστημονικά, αφού οι διαλέκτοι ιστορικά μιλώντας εν επροκύψαν ως αλλοίωση της γλώσσας. Στην περίπτωσην μας, ιστορικά μιλώντας, η δημοτική, τα κυπριακά, τα κρητικά, τα ποντιακά κ.λπ. έχουν την ίδιαν μάναν (την μεσαιωνικήν ελληνικήν) τζ̆αι αναπτυχθήκασιν ούλλες (τζ̆αι η δημοτική τζ̆αι οι υπόλοιπες) ως ξεχωριστά (τζ̆αι άρα ολοκληρωμένα) λεξικογραμματικά συστήματα με πολλές ομοιότητες φυσικά αλλά τζ̆αι πολλές διαφορές (τζ̆αι μάλιστα η επιστήμη ξέρει πολλά καλά ότι γραμματικούς κανόνες εν έσ̆ει μόνον η δημοτική, αλλά φυσικότατα τζ̆αι ούλλες οι διαλέκτοι άσχετα αν δεν τους βρίσκει ο κόσμος γραμμένους κάπου). Άρα ο σωστός τρόπος να φανταστούμεν την σχέσην γλώσσας τζ̆αι διαλέκτου, έννενι με το να πούμεν ότι η γλώσσα εν’ ένας σωστός άνθρωπος, ενώ η διάλεκτος εν’ μια παραφυάδα πάνω στο σώμαν της γλώσσας· πιο σωστόν εννά ήταν να τες φανταστούμεν σαν θκυο ξεχωριστούς ανθρώπους, ας πούμεν θκυο κοπέλλες. Άρα το πραγματικόν ερώτημαν ένι γιατί την μιαν κοπέλλαν λαλούμεν την γλώσσαν ενώ την άλλην διάλεκτον; Έσ̆ει κάτι το DNA της μιας που να την κάμνει να ’ν’ γλώσσα, ενώ της άλλης το DNA της κάμνει την να ’ν’ διάλεκτος; Η απάντηση ένι πως όι. Εν’ σαν να λαλείτε σε έναν γενετιστήν να πιάσει γαίμαν που τον Βασιλιάν Κάρολον τζ̆αι να εντοπίσει τι έσ̆ει στο γαίμαν του που τον κάμνει βασιλιάν. Ο γενετιστής εννά σου απαντήσει ότι σίουρα το γαίμαν του εν’ κότσ̆ινον (εν έσ̆ει γαλάζ̆ιον γαίμαν) αλλά εν έσ̆ει κάτι που τον κάμνει βασιλιάν. Μπόρει να σου φκάλει ότι που το DNA του φαίνεται ότι εν’ γιος της Ελισάβετ, αλλά το ότι άτομα μες τζ̆είνον το γένος γίνουνται βασιλιάες εν’ μια κοινωνική σύμβαση τζ̆αι όι κάτι στην φύσην τους. Σκεφτείτε στο μέλλον αν γινεί βασιλιάς ο Γουίλιαμ τζ̆αι κάμουν του γενετικήν ανάλυσην τζ̆είνου τζ̆αι του πρίγκιπα Χάρι. Η ανάλυση εν θα δείξει κάτι στο γαίμαν του Γουίλιαμ που να τον κάμνει βασιλιάν τζ̆αι που εν υπάρχει στο γαίμαν του Χάρι που εν θα ’ναι βασιλιάς. Το αντίστοιχον στην περίπτωσην της γλώσσας εννά ήταν να δώσεις θκυο γλωσσικές ποικιλίες σε έναν γλωσσολόγον να τες αναλύσει λεξικογραμματικά τζ̆αι να αποφανθεί ποια εν’ γλώσσα τζ̆αι ποια εν’ διάλεκτος. Η απάντηση του γλωσσολόγου εν’ η ίδια με του γενετιστή: εν’ μια κοινωνική σύμβαση τούτοι οι ρόλοι τζ̆αι όι κάτι που εντοπίζεις στην φύσην της Χ, Ψ γλωσσικής ποικιλίας.
Γλώσσα εν’ μια διάλεκτος με στρατόν τζ̆αι στόλο
Max Weinreich
Άμαν σου φέρνουν θκυο γλωσσικές ποικιλίες για να τους πεις αν έχουν σχέσην γλώσσας τζ̆αι διαλέκτου, υπάρχει περίπτωση να θεωρούνται κοινωνικά τζ̆αι οι θκυο γλώσσες. Για παράδειγμαν αν σου φέρουν την κοινήν νεοελληνικήν τζ̆αι την πρότυπην τουρκικήν, εννά τους πεις ότι εν’ τζ̆αι οι θκυο γλώσσες, που μάλιστα εν έχουν γενετικήν σχέσην μεταξύν τους. Το ερώτημαν συνήθως όμως τίθεται για συγγενικές γλωσσικές ποικιλίες. Λαλούν σου, πόσον διαφορετικές πρέπει αν ένουν για να τες θεωρήσεις ξεχωριστές γλώσσες; Η απάντηση ένι ότι ούτε οι διαφορές εν παίζουν ρόλον ούτε το εάν υπάρχει αμοιβαία κατανοησιμότητα. Μπορεί να υπάρχουν τεράστιες διαφορές αλλά να θεωρούνται διαλέκτοι της ίδιας γλώσσας, όπως για παράδειγμαν η καντονέζικη τζ̆αι η μανδαρινική κινεζική που εν’ τόσον λεξικογραμματικά διαφορετικές όσον π.χ. η αγγλική που την γαλλικήν, αλλά θεωρούνται η ίδια γλώσσα, έστω τζ̆αι εάν οι ομιλητές της μιας εν καταλάβουν την διάλεκτον των άλλων. Αντίστροφα, μπορεί οι λεξικογραμματικές διαφορές να μέννεν’ έντονες, τζ̆αι όμως να θεωρούνται διαφορετικές γλώσσες, όπως στην περίπτωσην της νορβηγικής τζ̆αι της δανέζικης που μοιάζουν πολλά τζ̆αι που οι ομιλητές των οποίων συνεννοούνται εύκολα. Μπορεί τζ̆αι οι διαφορές να ’ν’ ελάχιστες, όπως στην περίπτωσην της σερβικής, κροατικής, βοσνιακής, τζ̆αι της μαυροβουνιακής, που κάποτε ήταν γνωστές ως μια γλώσσα που ονομάζετουν σερβοκροατική, αλλά εδιασπάστηκεν μετά την διάσπασην της Γιουγκοσλαβίας. Τούτες οι τέσσερις γλώσσες εν’ πανομοιότυπες, τζ̆αι οι ομιλητές τους συνεννοούνται μια χαρά. Το ότι εν’ ξεχωριστές γλώσσες εν’ επειδή τα νέα κράτη επιλέξαν την ελαφρώς διαφορετικήν μορφήν της σερβοκρατικής της περιοχής τους να την κάμουν επίσημην γλώσσαν.
Άρα τελικά, το τι θεωρείται γλώσσα τζ̆αι τι διάλεκτος εν’ καθαρά θέμαν κοινωνιοπολιτικόν παρά γλωσσικόν. Έσ̆ει να κάμει όι με την φύσην μιας γλωσσικής ποικιλίας, αλλά με ιστορικές, πολιτικές τζ̆αι κοινωνικές συνθήκες που εδώσαν τον ρόλον της γλώσσας σε μιαν γλωσσικήν ποικιλίαν (η οποία διαφορετικά εννά εθεωρείτουν διάλεκτος). Εν’ γι’ αυτόν που ο γλωσσολόγος Max Weinreich εκατάληξεν ότι «γλώσσα εν’ μια διάλεκτος με στρατόν τζ̆αι στόλον».