Ξεκινώντας τις συνεντεύξεις του SciNews.eu αποφασίσαμε να ασχοληθούμε με την Κοινωνική Επιστήμη της Ιστορίας. Ένα κλάδο γνωστό σε όλους από τα πρώτα χρόνια της δημοτικής εκπαίδευσης μέχρι το τέλος των ακαδημαϊκών σπουδών, που ασχολείται με το παρελθόν του ανθρώπινου είδους με βάση την τεκμηριωμένη πληροφορία.
Ο Λουκάς Περικλέους είναι ένας νέος επιστήμονας ο οποίος είναι υποψήφιος διδάκτορας της Ιστορικής Παιδείας στο UCL και μέλος του Ειδικού Εκπαιδευτικού Προσωπικού του Τμήματος Επιστημών της Αγωγής του Πανεπιστημίου Κύπρου. Μας μιλά για το πώς προσεγγίζει κανείς το μάθημα της Ιστορίας από την αρχή της εκπαίδευσης του παιδιού, για τα νέα τεχνολογικά μέσα μάθησης και γιατί το μάθημα της Ιστορίας στην Κύπρο είναι αντικείμενο εκμετάλλευσης της εκάστοτε κυβέρνησης…
- Γιατί ένα παιδί πρέπει να μαθαίνει Ιστορία από μικρή ηλικία;
Προσωπικά έχω μια οικοδομιστική αντίληψη τόσο για την Ιστορία όσο και για την Παιδεία. Θεωρώ λοιπόν ότι το ίδιο το παρελθόν είναι ανεξάρτητο από το ανθρώπινο μυαλό, αλλά η γνώση του παρελθόντος αποτελεί ένα ανθρώπινο και κοινωνικό οικοδόμημα. Θεωρώ επίσης ότι η μάθηση είναι μια διαδικασία στην οποία το άτομο εμπλέκεται ενεργά ερμηνεύοντας και δίνοντας νόημα στις εμπειρίες εντός και εκτός της εκπαίδευσης, οικοδομώντας τη δική τους θεώρηση του κόσμου η οποία δεν είναι απαραίτητα αντίγραφο αυτού που διδάσκεται στην τάξη. Με βάση αυτές τις παραδοχές ισχυρίζομαι ότι ο βασικός σκοπός της Ιστορικής Παιδείας θα πρέπει να είναι να βοηθήσει τα παιδιά μας να καταστούν ιστορικά εγγράμματα άτομα.
Δεν θεωρώ ότι όλα τα παιδιά θα πρέπει να εξέρχονται του εκπαιδευτικού συστήματος κατέχοντας μια κοινή αφήγηση για το παρελθόν. Είναι σημαντικό όμως να αναγνωρίζουν και να κατανοούν τους λόγους ύπαρξης διαφορετικών αφηγήσεων και ταυτόχρονα να κατέχουν τις ικανότητες διερεύνησης που θα τα βοηθήσουν να οικοδομήσουν τις δικές τους τεκμηριωμένες ερμηνείες. Με αυτό τον τρόπο η Ιστορικής Παιδεία μπορεί να συμβάλει στην εκπαίδευση πολιτών οι οποίοι/ες, διαθέτοντας ιστορική γνώση την οποία μπορούν να τεκμηριώνουν, να ανανεώνουν και να αναθεωρούν, όταν χρειάζεται, θα συμμετέχουν εποικοδομητικά στις συζητήσεις και διαδικασίες που λαμβάνουν χώρα στην κοινωνία στην οποία θα επιλέξουν να ζήσουν.
- Ποιος είναι ο καταλληλότερος τρόπος προσέγγισης του μαθήματος Ιστορίας;
Με βάση τα όσα είπα και στην προηγούμενη ερώτηση, υιοθετώ μια προσέγγιση η οποία αντιμετωπίζει την Ιστορία όχι απλά ως αφήγηση αλλά και ως επιστημονικό πεδίο με τη δική του λογική και μεθόδους. Σε αυτή την επιστημολογική προσέγγιση βασικός σκοπός της διδασκαλίας της Ιστορίας είναι η παράλληλη ανάπτυξη γνώσης περιεχομένου (τι συνέβηκε στο παρελθόν) και επιστημολογικής κατανόησης (πώς μπορούμε να ξέρουμε για το τι συνέβηκε στο παρελθόν). Η προσέγγιση αυτή δεν επιδιώκει τη μεταβίβαση οποιασδήποτε αφήγησης του παρελθόντος, όπως συμβαίνει στις παραδοσιακές προσεγγίσεις, αλλά την οικοδόμηση ιστορικής γνώσης η οποία προκύπτει μέσα από την ουσιαστική εμπλοκή των παιδιών με διαδικασίες ιστορικής διερεύνησης. Η ποιότητα της ιστορικής γνώσης των παιδιών δεν καθορίζεται από το βαθμό στον οποίο αυτή αναπαράγει την αφήγηση του εκπαιδευτικού ή του σχολικού εγχειριδίου, αλλά από το πόσο καλά τεκμηριώνεται.
- Θεωρείτε ότι τα αναλυτικά προγράμματα Ιστορίας στην Κύπρο θα πρέπει να εκσυγχρονιστούν; Αν ναι τι συγκεκριμένα;
Σε επίπεδο γενικού σκοπού, στοχοθεσίας και μεθοδολογίας, τα αναλυτικά προγράμματα Ιστορίας στην ελληνοκυπριακή εκπαίδευση (στη σημερινή τους μορφή) ακολουθούν μια ουσιαστικά οικοδομιστική επιστημολογική προσέγγιση της Ιστορικής Παιδείας, όπως αυτή που περιέγραψα πιο πάνω. Παρόλα αυτά η γνώση περιεχομένου (γεγονότα, ιστορικές περίοδοι κτλ.), που τα αναλυτικά προγράμματα ορίζουν ως διδακτέα, εξακολουθεί να περιγράφει μια μονολιθική εθνοκεντρική αφήγηση. Επιπλέον η έκταση αυτής της γνώσης περιεχομένου είναι δυσανάλογα μεγάλη σε σχέση με το διαθέσιμο χρόνο για τη διδασκαλία του μαθήματος. Αυτό προφανώς προκαλεί προβλήματα στην ποιότητα της διδασκαλίας. Εδώ φυσικά θα πρέπει να σημειώσουμε ότι διαδικασία ανάπτυξης των αναλυτικών προγραμμάτων είναι συνεχής και ένα από τα θέματα, που αυτή την περίοδο απασχολεί σοβαρά τις ομάδες που δουλεύουν με αυτά, είναι η διαχείριση του ζητήματος της έκτασης της γνώση περιεχομένου.
Φυσικά το τι συμβαίνει στην εκπαίδευση δεν καθορίζεται μόνο από τα αναλυτικά προγράμματα αλλά και από μια σειρά άλλων παραγόντων με πιο σημαντικούς το διαθέσιμο εκπαιδευτικό υλικό, το οποίο χρειάζεται ριζικές αλλαγές ώστε να μπορεί να εξυπηρετήσει τους σκοπούς του μαθήματος όπως αυτοί περιγράφονται στα αναλυτικά προγράμματα, και φυσικά τους/τις εκπαιδευτικούς στους οποίους/ες πρέπει να προσφερθούν περισσότερες και πιο ουσιαστικές ευκαιρίες επιμόρφωσης.
- Η σύγχρονη Ιστορία της Κύπρου είναι αντικείμενο εκμετάλλευσης της εκάστοτε κυβέρνησης. Πώς επιλύεται αυτό το φαινόμενο;
Στην ελληνοκυπριακή περίπτωση το φαινόμενο αυτό είναι αποτέλεσμα του ανταγωνισμού ανάμεσα σε δύο διαφορετικές απόψεις για την ταυτότητα η οποία πρέπει να καλλιεργείται μέσα από την διδασκαλία της Ιστορίας αλλά και την εκπαίδευση γενικότερα. Από τη μια έχουμε μια εθνοκεντρική/ ελληνοκεντρική προσέγγιση, η οποία κυριαρχεί στην επίσημη σχολική αφήγηση διαχρονικά, και από την άλλη μια κυπροκεντρική η οποία, αν και δεν ήταν ποτέ κυρίαρχη στην εκπαίδευση, παρουσιάζεται ισχυρή σε διάφορες ομάδες και αμφισβητεί ανοικτά την πρώτη. Οι οπαδοί της ελληνοκεντρικής προσέγγισης υποστηρίζουν την καλλιέργεια μιας ελληνικής εθνικής ταυτότητας μέσω μιας αφήγηση στην οποία η Κύπρος παρουσιάζεται ως άλλο ένα ελληνικό νησί που για διάφορους λόγους δεν κατάφερε να είναι μέρος του ελληνικού κράτους. Οι οπαδοί της κυπροκεντρικής υποστηρίζουν την προώθηση μιας κυπριακής πολιτειακής ταυτότητας μέσω μιας διαφορετικής αφήγησης σύμφωνα με την οποία ο Κύπρος ήταν ανέκαθεν ένας πολυπολιτισμικός χώρος. Σε αυτόν το χώρο, τους τελευταίους αιώνες, βρέθηκαν μαζί δύο μεγάλες κοινότητες ανθρώπων, η Ελληνοκυπριακή και η Τουρκοκυπριακή, οι οποίες κατάφεραν για μεγάλα χρονικά διαστήματα να συμβιώσουν αρμονικά και να αναπτύξουν κοινά πολιτισμικά στοιχεία.
Η απάντηση στο ερώτημα πώς μπορούν να αντιμετωπιστούν αυτές οι προσπάθειες επηρεασμού της σχολικής Ιστορίας από διάφορες ομάδες (και όχι μόνο τις εκάστοτε κυβερνήσεις) εξαρτάται από την αντίληψη που έχουμε για την Ιστορία αλλά και την Ιστορική Παιδεία. Αν θεωρούμε ότι μόνο μια ερμηνεία του παρελθόντος μπορεί να είναι «αληθινή» ή κατάλληλη για να διδαχθεί (η δική μας) τότε πιστεύουμε ότι είναι χρέος μας να παλέψουμε για να γίνει αυτή η επίσημη σχολική αφήγηση. Ταυτόχρονα θεωρούμε τις προσπάθειες άλλων ομάδων να εισάγουν τη δική τους αφήγηση στην εκπαίδευση ως προσπάθειες χειραγώγησης της διδασκαλίας του μαθήματος μέσα από την διαστρέβλωση της ίδιας της Ιστορίας. Θα πρέπει να σημειώσουμε εδώ ότι αυτή η θέση δεν στηρίζεται απαραίτητα σε μια προσπάθεια εκμετάλλευσης της σχολικής ιστορίας για την εξυπηρέτηση αλλότριων συμφερόντων. Πολλές φορές στηρίζεται σε ειλικρινείς προθέσεις οι οποίες βασίζονται στη συγκεκριμένη αντίληψη για το τι είναι ιστορική γνώση και εκπαίδευση. Επιπλέον, αυτή η αντίληψη της ιστορικής γνώσης είναι πολύ ισχυρή και μπορούμε να την εντοπίσουμε σε λανθάνουσα μορφή ακόμα και σε άτομα και ομάδες που φαινομενικά φαίνεται να υποστηρίζουν διδακτικές προσεγγίσεις οι οποίες λαμβάνουν υπόψη την ύπαρξη διαφορετικών ερμηνειών του παρελθόντος. Σε αυτή την περίπτωση συνήθως γίνονται αποδεκτές διαφορετικές ερμηνείες του παρελθόντος οι οποίες όμως «διδάσκουν» ένα «κοινό μάθημα» για το πώς πρέπει να είναι το παρόν και το μέλλον. Αντίθετα οι ερμηνείες οι οποίες μπορούν να οδηγήσουν σε διαφορετικές εκτιμήσεις για το σήμερα και το αύριο απορρίπτονται ως προσπάθειες παραχάραξης της Ιστορίας.
Αν από την άλλη αναγνωρίζουμε την ερμηνευτική φύση της ιστορικής γνώσης και αν θεωρούμε ότι το μάθημα της Ιστορίας θα πρέπει ακριβώς να βοηθά τα παιδιά μας να σκεφτούν ιστορικά, τότε η επιδίωξή μας είναι να θωρακίσουμε την Ιστορική Παιδεία από την προσπάθεια επιβολής οποιασδήποτε κυρίαρχης αφήγησης, ακόμα και εκείνης την οποία εμείς υιοθετούμε. Αυτό φυσικά είναι μια πολύ πιο σύνθετη προσέγγιση η οποία απαιτεί δράση σε διάφορα επίπεδα. Σε επίπεδο χάραξης εκπαιδευτικής πολιτικής, αυτή θα πρέπει να είναι έργο ειδικών στο χώρο. Η εμπειρία των συζητήσεων για την Ιστορία σε διάφορα εκπαιδευτικά σύστημα (συμπεριλαμβανομένου και του δικού μας) δείχνει ότι όταν αυτή γίνεται σε βάση παιδαγωγικών κριτηρίων τα σημεία σύγκλισης είναι πολύ περισσότερα και οι εξωτερικές παρεμβάσεις που δεν έχουν σχέση με την ίδια την εκπαίδευση λιγότερο αποτελεσματικές. Σε επίπεδο αναλυτικών προγραμμάτων, και γενικότερα εκπαιδευτικής πολιτικής, απαιτείται συνειδητή προσπάθεια αποφυγής επιβολής ερμηνειών μέσω της παρουσίασης τους ως ουδέτερα και αντικειμενικά αντίγραφα του παρελθόντος ή αδιαμφισβήτητα γεγονότα. Σε επίπεδο καθημερινής παιδαγωγικής πράξης, όσοι εκπαιδευτικοί υιοθετούμε μια τέτοια προσέγγιση, θα πρέπει επίσης να προσπαθήσουμε συνειδητά να αποφύγουμε την επιβολή των δικών μας ερμηνειών. Για είναι δυνατό αυτό θα πρέπει φυσικά να αναγνωρίσουμε τη δική μας ιστορικότητα και υποκειμενικότητα που δημιουργούν τις δικές μας προκαταλήψεις και συμβάλλουν στην οικοδόμηση των δικών μας ερμηνειών. Όσο κι αν το επιθυμούμε δεν μπορούμε να απαλλαγούμε από αυτές και πολλές φορές ούτε καν να τις αποκρύψουμε από τα παιδιά μας. Μπορούμε όμως, αφού έχουμε συνείδηση της ύπαρξης τους, να προσπαθήσουμε να μην τις επιβάλουμε ως την μοναδική οπτική γωνία μέσα από την οποία τα παιδιά μας παρατηρούν το παρελθόν.
- Τα νέα μέσα Τεχνολογίας θεωρείτε ότι μπορούν να βοηθήσουν εκμάθηση της Ιστορίας;
Είναι προφανές ότι οι νέες Τεχνολογίες Επικοινωνίας και Πληροφόρησης (ΤΠΕ) προσφέρουν νέες επιλογές με προστιθέμενη παιδαγωγική αξία, ειδικά σε ένα γνωστικό αντικείμενο όπως η Ιστορία στο οποίο είναι σημαντική η πρόσβαση στην πληροφορία. Οι ΤΠΕ, όπως και οποιαδήποτε άλλη μορφή τεχνολογίας, δεν είναι όμως απλά εργαλεία αλλά ταυτόχρονα συμβάλλουν στη κατασκευή του κόσμου στον οποίο ζούμε. Στην περίπτωση της εκπαίδευσης θα πρέπει να λάβουμε υπόψη ότι οι τεχνολογίες αυτές δεν αποτελούν απλά ένα ακόμα μέσο που μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε στη διδασκαλία αλλά και την κυριότερη ίσως πηγή πληροφόρησης των παιδιών μας εκτός σχολικής τάξης. Η εκπαίδευση δεν μπορεί φυσικά να ελέγξει την εγκυρότητα και την αξιοπιστία της ιστορικής ή άλλης γνώσης στην οποία τα παιδιά έχουν πρόσβαση και η οποία περιλαμβάνει πληροφορίες που είναι αποτέλεσμα σοβαρής επιστημονικής έρευνας αλλά και ένα τεράστιο όγκο πληροφοριών που ανήκουν σε διάφορες κατηγορίες ατεκμηρίωτης και μειωμένης εγκυρότητας γνώσης. Αυτές μπορεί να είναι χαμηλής ποιότητας κείμενα και ερασιτεχνικές ιστορικές αναλύσεις, fake news, θεωρίες συνωμοσίας κτλ. Παρόλο όμως που η εκπαίδευση δεν μπορεί να ελέγξει το φαινόμενο αυτό, θεωρώ ότι οι επιστημολογικές προσεγγίσεις της Ιστορικής Παιδείας, με την έμφαση στην ανάπτυξη κατανόησης των μεθόδων και των λογικών μέσα από τις οποίες οικοδομείται η ιστορική γνώση αλλά και ικανοτήτων διερεύνησης, μπορούν να εφοδιάσουν τα παιδιά μας με τα κατάλληλα νοητικά εργαλεία για να πλοηγήσουν στον ωκεανό πληροφόρησης στον οποίο ζουν, όχι μόνο ως μαθητές και μαθήτριες αλλά και ως μελλοντικοί πολίτες.
Επιμέλεια: Χριστιάνα Μανώλη