Ο αριθμός των παιδιών που μαθαίνουν να μιλούν δύο γλώσσες από την προσχολική τους ηλικία έχει αυξηθεί δραματικά τα τελευταία χρόνια σε παγκόσμιο επίπεδο.
Σύμφωνα με τα τελευταία καταγεγραμμένα στοιχεία, το ποσοστό των δίγλωσσων παιδιών στην Ελλάδα ξεπερνάει το 10% του συνολικού μαθητικού πληθυσμού. Σχεδόν σε κάθε σχολική τάξη φοιτούν 1-4 δίγλωσσα παιδιά που έχουν ως πρώτη/μητρική γλώσσα (κυρίως την Αλβανική, Ρωσική, Τουρκική). Το σύνολο των δίγλωσσων μαθητών υπολογιζόταν το 2002-03 στις 96.526 (Με 2 Γλώσσες, http://www.enl.auth.gr/me2glosses/index.html).
Τα δίγλωσσα παιδιά είναι ένας ετερογενής πληθυσμός καθώς ορισμένα μπορεί να μιλούν δύο γλώσσες από τη γέννησή τους, ενώ άλλα μπορεί να αρχίσουν να μαθαίνουν μια δεύτερη γλώσσα αργότερα στη ζωή τους. Επιπλέον, η χρήση των γλωσσών τους ενδέχεται να διαφέρει εξαιτίας διαφόρων παραγόντων, για παράδειγμα, ποια γλώσσα είναι η μητρική και ποια η κυρίαρχη γλώσσα στη χώρα που μεγαλώνουν τα παιδιά, ποια γλώσσα χρησιμοποιείται στο σχολείο και αν τα παιδιά αναπτύσσουν τις αναγνωστικές δεξιότητες στη μία ή και στις δύο γλώσσες. Έτσι η γλωσσική τους ικανότητα εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τους περιβαλλοντικούς παράγοντες, π.χ. τη χρήση κάθε γλώσσας (Silva-Corvalán και Treffers-Daller, 2015) και από το αν χρησιμοποιούν κάθε γλώσσα με τον ίδιο ρυθμό (Montrul, 2008, 2016). Ωστόσο, δεν είναι σαφές από προηγούμενες έρευνες αν η κυριαρχία της γλώσσας αλλάζει κατά τη διάρκεια των σχολικών ετών και αν διαφέρει σε διάφορους γλωσσικούς τομείς και δεξιοτήτων ανάγνωσης.
Τα δεδομένα της έρευνας που θα αναφερθούν στη συνέχεια έχουν δημοσιευθεί στο Frontiers in Communication (Papastefanou, Powell & Marinis, 2019). Στόχος της παρούσας μελέτης ήταν να εξετάσει την επίδοση των δίγλωσσων παιδιών που ζουν στο Ηνωμένο Βασίλειο και μιλούν τα Ελληνικά ως μητρική γλώσσα και τα Αγγλικά ως κυρίαρχη γλώσσα της χώρας που ζουν σε διάφορους τομείς της γλώσσας και των δεξιοτήτων ανάγνωσης και πως η επίδοσή τους σχετίζεται με την κυριαρχία της γλώσσας. Επιπλέον, η παρούσα έρευνα μελέτησε την επίδραση από μια σειρά περιβαλλοντικών παραγόντων στην επίδοση των παιδιών και στις δύο γλώσσες. Ένας ακόμα τομέας ενδιαφέροντος αυτής της μελέτης ήταν να εξετάσει την ύπαρξη διαγλωσσικών σχέσεων στις γλωσσικές και αναγνωστικές ικανότητες των παιδιών. Ο γενικός στόχος αυτής της έρευνας ήταν να κατανοήσουμε πληρέστερα τα οφέλη της διγλωσσίας μέσω της διερεύνησης ποιας γλώσσας (μητρική/μειονοτική ή κυρίαρχη γλώσσα) και ποιοι περιβαλλοντικοί παράγοντες συμβάλλουν στην ανάπτυξη των γλωσσικών και αναγνωστικών δεξιοτήτων στις δύο γλώσσες που μιλούνται από τα δίγλωσσα παιδιά και ποιοι τομείς της γλώσσας και της ανάγνωσης δείχνουν να διευκολύνονται από τις διαγλωσσικές σχέσεις.
Στην παρούσα έρευνα συμμετείχαν σαράντα τυπικά αναπτυσσόμενα δίγλωσσα παιδιά. Η συλλογή δεδομένων πραγματοποιήθηκε σε δημοτικά σχολεία στην περιοχή του Λονδίνου, του Ρέντινγκ και της Οξφόρδης: 20 παιδιά από το πρώτο σχολικό έτος και 20 παιδιά από το τρίτο σχολικό έτος. Όλα τα παιδιά παρακολουθούσαν το Αγγλικό δημοτικό σχολείο όπως επίσης και το Ελληνικό σχολείο, που λάμβανε χώρα κάθε Σάββατο για τρεις ώρες. Τα περισσότερα παιδιά είχαν γεννηθεί στο Ηνωμένο Βασίλειο, αλλά μερικά γεννήθηκαν στην Ελλάδα και μετακόμισαν στο Ηνωμένο Βασίλειο τουλάχιστον 2 χρόνια πριν από την έναρξη της μελέτης. Τα παιδιά προέρχονταν κυρίως από οικογένειες μέσης και άνω του μέσου όρου κοινωνικο-οικονομικής κατάστασης. Επιπλέον, κανένας από αυτούς δεν είχε ιστορικό ομιλίας ή/και καθυστέρησης της γλώσσας και οι γονείς τους δεν ανησυχούσαν για την ανάπτυξη της γλώσσας τους.
Το ερωτηματολόγιο LITMUS-PABIQ (Tuller, 2015) δόθηκε στους γονείς των συμμετεχόντων προκειμένου να αποκτήσουμε δεδομένα όσον αφορά το γλωσσικό ιστορικό των παιδιών, την ποσότητα και την ποιότητα έκθεσης και χρήσης της κάθε γλώσσας. Το ερωτηματολόγιο περιλαμβάνει τις ακόλουθες ενότητες: γενικές πληροφορίες για το παιδί, πρώιμο ιστορικό του παιδιού (π. χ. γλώσσα), τρέχουσες γλωσσικές δεξιότητες, γλώσσα που χρησιμοποιείται στο σπίτι, γλώσσες που μιλούνται εκτός του σπιτιού και πληροφορίες για τη μητέρα και τον πατέρα (εκπαίδευση και πως αξιολογούν το εαυτό τους στη χρήση Ελληνικών και Αγγλικών). Οι γονείς έπρεπε να σημειώσουν πόσο συχνά το παιδί επικοινωνεί στις δύο γλώσσες, Αγγλικά και Ελληνικά.
Οι απαντήσεις των γονιών στο ερωτηματολόγιο αναλύθηκαν με στόχο να εξετάσουμε αν οι γλωσσικές δεξιότητες των παιδιών στα Ελληνικά διέφεραν από αυτές των Αγγλικών. Οι αναλύσεις έδειξαν ότι πριν από την ηλικία των 4 ετών, τα παιδιά είχαν σημαντικά μεγαλύτερη έκθεση στα Ελληνικά από ότι στα αγγλικά. Η εικόνα αυτή αντιστράφηκε όσο αφορά την τρέχουσα χρήση των παιδιών της Ελληνικής και της Αγγλικής γλώσσας όταν τα παιδιά ξεκίνησαν να πηγαίνουν στο σχολείο. Οι γονείς ανέφεραν σημαντικά χαμηλότερη χρήση της Ελληνικής στο σπίτι από την Αγγλική, καθώς και σημαντικά χαμηλότερη χρήση της Ελληνικής εκτός του σπιτιού από την Αγγλική. Ανέφεραν επίσης ότι οι τρέχουσες γλωσσικές δεξιότητες των παιδιών τους στα Ελληνικά ήταν χαμηλότερες από ότι στα Αγγλικά. Η αυτό-αξιολόγηση της γλωσσικής επάρκειας των μητέρων ήταν σημαντικά υψηλότερη στα Ελληνικά από τα Αγγλικά. Ωστόσο, η αυτό-αξιολόγηση της γλωσσικής επάρκειας των πατέρων στα Ελληνικά δεν διέφερε σημαντικά από τα Αγγλικά. Όσον αφορά το εκπαιδευτικό επίπεδο των γονέων, δεν υπήρχε σημαντική διαφορά μεταξύ του εκπαιδευτικού επιπέδου των μητέρων και των πατέρων. Αυτά τα αποτελέσματα δείχνουν ότι ως ομάδα, τα παιδιά είχαν ως κυρίαρχη γλώσσα τα Ελληνικά πριν από την ηλικία των 4 ετών αλλά τώρα έχουν τα Αγγλικά ως κυρίαρχη γλώσσα.
Για να εξετάσουμε την κυριαρχία της γλώσσας σε ατομικό επίπεδο με βάση τη χρήση της γλώσσας πριν από την ηλικία των 4 ετών, αφαιρέσαμε την έκθεση στα Ελληνικά από την έκθεση στα Αγγλικά πριν την ηλικία των 4 ετών. Η ίδια αφαίρεση πραγματοποιήθηκε για την τρέχουσα χρήση των δύο γλωσσών μέσα στο σπίτι και έξω από το σπίτι. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι 21 από τα 40 (52,5%) παιδιά είχαν τα Ελληνικά ως κυρίαρχη γλώσσα πριν από την ηλικία των 4 ετών, αλλά σήμερα, μόνο 13 από τα 40 παιδιά (32,5%) είχαν τα Ελληνικά ως κυρίαρχη γλώσσα μέσα στο σπίτι και όλα τα παιδιά είχα τα Αγγλικά ως κυρίαρχη γλώσσα έξω από το σπίτι.
Τα παιδιά αξιολογήθηκαν και στις δύο γλώσσες τους έτσι ώστε να εκτιμηθούν οι γλωσσικές και αναγνωστικές τους ικανότητες τόσο στα Ελληνικά όσο και στα Αγγλικά. Σταθμισμένα και πειραματικά εργαλεία χρησιμοποιήθηκαν για τη μέτρηση των μη λεκτικών ικανοτήτων των παιδιών, του λεξιλογίου, της φωνολογικής ενημερότητας, της μορφολογικής ενημερότητας και των δεξιοτήτων της ανάγνωσης στο επίπεδο των λέξεων. Τα εργαλεία αξιολόγησης επιλέχθηκαν ώστε να είναι δυνατή η σύγκριση των επιδόσεων των παιδιών στα Αγγλικά και τα Ελληνικά. Έτσι, συμπεριελήφθησαν εργαλεία αξιολόγησης που είχαν παράλληλες εκδόσεις στις δύο γλώσσες.
Τα αποτελέσματα από όλες τις παραπάνω δοκιμασίες συμφωνούν με τα αποτελέσματα του ερωτηματολογίου. Ως ομάδα, τα παιδιά είχαν ως κυρίαρχη γλώσσα τα Ελληνικά πριν από την ηλικία των 4 αλλά αυτό αντιστράφηκε τη περίοδο της διεξαγωγής της έρευνας. Έτσι, τα παιδιά είχαν τα Αγγλικά ως κυρίαρχη γλώσσα στο λεξιλόγιο, τη φωνολογική ενημερότητα, τη μορφολογική ενημερότητα και τις δεξιότητες της ανάγνωσης στο επίπεδο των λέξεων. Τα αποτελέσματα επιβεβαίωσαν ότι η κυριαρχία της γλώσσας θα μπορούσε να αλλάξει κατά είσοδο των παιδιών στο σχολείο και επηρεάζει εξίσου τις δεξιότητες γλώσσας και ανάγνωσης. Επίσης, τα αποτελέσματα έδειξαν μια ισχυρή σχέση μεταξύ των περιβαλλοντικών παραγόντων και της επίδοσης της μητρικής γλώσσας (Ελληνικά), γεγονός που δείχνει ότι όταν οι γονείς των δίγλωσσων παιδιών ενισχύουν τη χρήση των Ελληνικών μέσα από εξωσχολικές δραστηριότητες, αυτό βοηθάει σε σημαντικό βαθμό τα παιδιά να αναπτύξουν την γλωσσικές τους ικανότητες στα Ελληνικά. Ακόμη, είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι δεν υπήρχε αρνητική σχέση μεταξύ της χρήσης της μητρικής γλώσσας και της επίδοσης των παιδιών στην κυρίαρχη γλώσσα. Άρα αν οι γονείς μιλάνε στο σπίτι Ελληνικά, αυτό δεν δυσκολεύει την ανάπτυξη των Αγγλικών. Παρόμοια αποτελέσματα έδείξαν και προηγούμενες μελέτες (π.χ., Brunell & Linnakylä, 1994; Duursma et al., 2007; Gutierrez-Clellen et al., 2008). Τέλος, τα ευρήματα της παρούσας έρευνας έδειξαν σημαντικές θετικές διαγλωσσικές σχέσεις μεταξύ του λεξιλογίου, της φωνολογικής ενημερότητας, της μορφολογίας και της αναγνωστικής αποκωδικοποίησης.
Οι πρακτικές επιπτώσεις αυτής της μελέτης είναι ότι οι γονείς και οι εκπαιδευτικοί πρέπει να ενημερώνονται για τα θετικά αποτελέσματα της χρήσης της μητρικής γλώσσας μέσα και έξω από το σπίτι για τη διατήρηση της και για την ανάπτυξη των γλωσσικών και αναγνωστικών δεξιοτήτων των παιδιών.
Μία συχνή ερώτηση που γίνεται από γονείς είναι το κατά πόσο τα παιδιά μπερδεύονται όταν ακούν δύο διαφορετικές γλώσσες μέσα στο οικείο περιβάλλον τους. Η απάντηση είναι ότι τα παιδιά είναι σε θέση να ξεχωρίσουν τη διαφορά ανάμεσα στις δύο γλώσσες, όπως ξεχωρίζουν τη διαφορά ανάμεσα σε λέξεις και εκφράσεις που εκφράζουν ευγένεια και αγένεια και σε άλλα στοιχεία του λόγου. Είναι αλήθεια ότι μερικές φορές η διγλωσσία μπορεί να προκαλέσει κάποια χρονική καθυστέρηση στην γλωσσική ανάπτυξη των παιδιών σε σύγκριση με τα μονόγλωσσα. Αυτό είναι κάτι το φυσιολογικό, απλά χρειάζονται λίγο περισσότερο χρόνο καθώς επεξεργάζονται και αναπτύσσουν δύο και όχι μία γλώσσα (Sorace & Ladd, 2004). Οι γονείς που μεγαλώνουν δίγλωσσα παιδιά θα πρέπει να τους προσφέρουν ευκαιρίες έκθεσης στις γλώσσες που μιλάνε ώστε να επιτευχθεί η γλωσσική ανάπτυξη όχι μόνο της κυρίαρχης, αλλά και της μητρικής γλώσσας. Αυτό είναι πολύ σημαντικό γιατί η γλώσσα παίζει αποφασιστικό ρόλο όχι μόνο στην ανθρώπινη επικοινωνία αλλά και στην γνωστική ανάπτυξη, στη διάδοση του πολιτισμού και στην κοινωνικοποίηση του παιδιού.
(*) Θεοδώρα Παπαστεφάνου
Τμήμα Αποκατάστασης ΤΕΠΑΚ – Ειδικό Εκπαιδευτικό Προσωπικό
Λογοπαθολόγος
Διδάκτωρ University of Reading
Για περισσότερες πληροφορίες: Papastefanou, T., Powell, D., & Marinis, T. (2019). Language and decoding skills in Greek-English primary school bilingual children: effects of language dominance, contextual factors and cross-language relationships between the heritage and the majority language. Frontiers in Communication.